κυνηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(Autenrieth)
(22)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κύων]], [[ἡγέομαι]]): [[literally]] [[leader]] of dogs, i. e. [[hunter]], pl., Od. 9.120†.
|auten=([[κύων]], [[ἡγέομαι]]): [[literally]] [[leader]] of dogs, i. e. [[hunter]], pl., Od. 9.120†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη [[κύνας]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡμᾱς δεῑ [[ὥσπερ]] κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί τη [[φήμη]] ή, γενικά, που επιδιώκει [[κάτι]] («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῑν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> [[κυνηγέτις]] και <i>κυνηγέτρια</i><br />α) η [[κυνηγός]], η [[θηρεύτρια]]<br />β) επίθ. της Αρτέμιδος («[[Ἄρτεμις]] [[κυνηγέτις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέτης Medium diacritics: κυνηγέτης Low diacritics: κυνηγέτης Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: kynēgétēs Transliteration B: kynēgetēs Transliteration C: kynigetis Beta Code: kunhge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. (never in Trag.) κυνᾱγέτᾱς Pi.N.6.14:—

   A huntsman, Od.9.120, E.HF860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R.432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in pl. of certain δαίμονες, Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who seeks fame, Pi.l.c.:—fem. κῠνηγ-έτις, Dor. -ᾱγέτις, ιδος, huntress, Ach.Tat.8.12; epith. of Artemis, Corn.ND34: as Adj., κ. αἰγανέα AP6.115 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. κυναγός)· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, θηρευτής, Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ βραβεῖον ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. κυνηγέτις, Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.
Étymologie: κυνηγέω.

English (Autenrieth)

(κύων, ἡγέομαι): literally leader of dogs, i. e. hunter, pl., Od. 9.120†.

Greek Monolingual

κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α)
1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ.
β. «ἡμᾱς δεῑ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», Πλάτ.)
2. μτφ. αυτός που επιζητεί τη φήμη ή, γενικά, που επιδιώκει κάτι («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῑν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», Πλάτ.)
3. θηλ. κυνηγέτις και κυνηγέτρια
α) η κυνηγός, η θηρεύτρια
β) επίθ. της Αρτέμιδος («Ἄρτεμις κυνηγέτις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἡγέτης (< ἡγοῦμαι)].