μετακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(Autenrieth)
(24)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only [[pass]]. aor. [[part]]. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the [[tide]] of [[battle]] [[turn]] the [[other]] [[way]], Il. 11.509†.
|auten=only [[pass]]. aor. [[part]]. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the [[tide]] of [[battle]] [[turn]] the [[other]] [[way]], Il. 11.509†.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετακλίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) [[κλίνω]], [[μετακινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] [[άλλο]] [[μέρος]], [[προς]] [[άλλη]] [[πλευρά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μετακλίνομαι]]<br />α) [[κλίνω]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], μεταστρέφομαι<br />β) μεταβάλλομαι<br />γ) (για τους μυς) στρέφομαι [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλίνω]] «[[γέρνω]] [[κάτι]], [[πλαγιάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακλίνω Medium diacritics: μετακλίνω Low diacritics: μετακλίνω Capitals: ΜΕΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: metaklínō Transliteration B: metaklinō Transliteration C: metaklino Beta Code: metakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A shift to the other side, ψυχή, μετάκλινε σεαυτήν Ph. 1.268; τινὰς ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν ib.465:—Pass., πολέμοιο μετακλινθέντος Il.11.509; change about, Aret.SD2.1; vary in direction, of muscles, Gal.2.278.    II intr., shift, move, Ph.1.299 (s.v.l.); lean, ἐς τὰ δεξιά Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 148] anderswohin beugen, umbiegen, pass., πολέμοιο μετακλινθέντος, wenn der Kampf sich anderswohin, auf die andere Seite wendete, Il. 11, 509.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. part. μετακλινθείς;
courber dans un autre sens ; Pass. se tourner autrement, prendre une tournure différente.
Étymologie: μετά, κλίνω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the tide of battle turn the other way, Il. 11.509†.

Greek Monolingual

μετακλίνω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά
2. μέσ. μετακλίνομαι
α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι
β) μεταβάλλομαι
γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].