λέπας: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom., voc. et acc. sg.</i><br />roche nue, rocher.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]] -- DELG cf. <i>lat.</i> lapis ?
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom., voc. et acc. sg.</i><br />roche nue, rocher.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]] -- DELG cf. <i>lat.</i> lapis ?
}}
{{grml
|mltxt=[[λέπας]], τὸ (Α)<br />[[βουνό]] πετρώδες και [[γυμνό]], [[βράχος]] («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν [[λέπας]]», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με λατ. <i>lapis</i>, -<i>idis</i> «[[πέτρα]]» (το -<i>a</i>- του <i>lapis</i> [[είναι]] δυσερμήνευτο), [[οπότε]] η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] τον φλοιό» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέπω]]). Υπάρχει και η [[άποψη]] ότι ίσως και οι δύο λέξεις [[είναι]] δάνειες από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ιβηρο-ρωμανικό <i>lapa</i>, με πιθ. σημ. «[[πέτρινος]] [[δίσκος]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπας Medium diacritics: λέπας Low diacritics: λέπας Capitals: ΛΕΠΑΣ
Transliteration A: lépas Transliteration B: lepas Transliteration C: lepas Beta Code: le/pas

English (LSJ)

τό,

   A bare rock, scaur, Simon.114.1, A.Ag.283, 298, E.Ph. 24, al.; Ἀκραῖον λ. Th.7.78. (Only nom. and acc. sg.)

German (Pape)

[Seite 29] τό, kahler Fels, Berg; Aesch. Ag. 274. 289; Eur. u. sp. D., wie Ep. ad. 128 (VI, 23); auch in Prosa, Thuc. 7, 78, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λέπας: τό, (λέπω) ἀπόκρημνος πέτρα, Σιμων. 117. 1, Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, 298, Εὐρ. Φοίν. 24, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως παρὰ Θουκ. 7. 78· ἐν χρήσει μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom., voc. et acc. sg.
roche nue, rocher.
Étymologie: λέπω -- DELG cf. lat. lapis ?

Greek Monolingual

λέπας, τὸ (Α)
βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, -idis «πέτρα» (το -a- του lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα lep- «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό» (πρβλ. λέπω). Υπάρχει και η άποψη ότι ίσως και οι δύο λέξεις είναι δάνειες από κάποια μεσογειακή γλώσσα (πρβλ. ιβηρο-ρωμανικό lapa, με πιθ. σημ. «πέτρινος δίσκος»)].