μεταμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταμαθήσομαι, <i>ao.2</i> μετέμαθον;<br />désapprendre pour apprendre autre chose, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μανθάνω]].
|btext=<i>f.</i> μεταμαθήσομαι, <i>ao.2</i> μετέμαθον;<br />désapprendre pour apprendre autre chose, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μανθάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμανθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα [[προηγουμένως]] («τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]] ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]] γνώσεις («καταμανθάνουσα δ' ὕμνον Πριάμου [[πόλις]] γεραιά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποβάλλω]] τη [[συνήθεια]], [[ξεμαθαίνω]] («πρεσβύτας ἀνθρώπους... ὀψέ μεταμανθάνοντα τὴν ἐλευθερίαν», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καλύτερα, [[εμπεδώνω]] («τὸ μεταμανθάνειν ἢ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μανθάνω]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμανθάνω Medium diacritics: μεταμανθάνω Low diacritics: μεταμανθάνω Capitals: ΜΕΤΑΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: metamanthánō Transliteration B: metamanthanō Transliteration C: metamanthano Beta Code: metamanqa/nw

English (LSJ)

fut. -

   A μᾰθήσομαι Paus.4.34.8, Luc.Herm.84:—learn differently, μ. γλῶσσαν unlearn one language and learn another instead, Hdt.1.57, cf. Paus. l. c.; μ. ὕμνον learn a new strain, A.Ag. 709 (lyr.).    2 unlearn, τὴν ἐλευθερίαν Aeschin.3.157; τοῦ μεταμανθάνοντος (sc. ψευδῆ δόξαν) Pl.R.413a.    3 abs., learn better, Ar. Pl.924; εἰ γέρων ἄνθρωπος μεταμαθήσει Luc. l. c.; opp. μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς, Arist.Pol.1289a4.

German (Pape)

[Seite 149] (s. μανθάνω), umlernen, Etwas verlernen (und sich etwas Anderes anlernen); ὕμνον, Aesch. Ag. 692; Ar. Plut. 924; τὴν γλῶσσαν, verlernen, Her. 1, 57; eines Bessern belehrt werden, Plat. Rep. III, 413 a u. Sp., wie Luc. Hermot. 84.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, μανθάνω τι νέον καταλείπων τὸ πρῶτον ὃ ἐγίνωσκον, τὸ Ἀττικὸν ἔθνος, ἑὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε, ἀφῆκε τὴν πρώτην γλῶσσάν του καὶ ἔμαθε νέαν, Ἡρόδ. 1. 57· μεταμανθάνουσα ὕμνον, μανθάνουσα νέον μέλος, νέαν ᾠδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 709. 2) ἀπομανθάνω, «ξεμαθαίνω», Λατ. dediscere, τὴν ἐλευθερίαν Αἰσχίν. 76. 4· οὕτω, τοῦ μεταμανθάνοντος (ἐξυπ. ψευδῆ δόξαν) Πλάτ. Πολ. 413Λ. 3) ἀπολ., μανθάνω τι κάλλιον, Ἀριστοφ. Πλ. 924· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μ. ἐξ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταμαθεῖν· μεταγνῶναι».

French (Bailly abrégé)

f. μεταμαθήσομαι, ao.2 μετέμαθον;
désapprendre pour apprendre autre chose, acc..
Étymologie: μετά, μανθάνω.

Greek Monolingual

μεταμανθάνω (Α)
1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.)
2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.)
3. αποβάλλω τη συνήθεια, ξεμαθαίνω («πρεσβύτας ἀνθρώπους... ὀψέ μεταμανθάνοντα τὴν ἐλευθερίαν», Αισχίν.)
4. μαθαίνω κάτι καλύτερα, εμπεδώνω («τὸ μεταμανθάνειν ἢ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς», Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μανθάνω.