ναρκίσσινος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(eksahir) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[del narciso]] | |esgtx=[[del narciso]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ινη, -ο (Α [[ναρκίσσινος]] -ίνη, -ον) [[νάρκισσος]]<br />αυτός που προέρχεται ή [[είναι]] φτειαγμένος από το [[φυτό]] [[νάρκισσος]] («ναρκίσσινον [[ἔλαιον]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ναρκίσσου («[[στολή]] ναρκισσίνη», πάπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53. II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 229] von Narkissos, ἔλαιον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ναρκίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ ναρκίσσου πεποιημένος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 19, Διοσκ. 1, 63.
Spanish
Greek Monolingual
-ινη, -ο (Α ναρκίσσινος -ίνη, -ον) νάρκισσος
αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.).