ποδικός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_11)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδικός''': -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, [[χρόνος]] Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.
|lstext='''ποδικός''': -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, [[χρόνος]] Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποδικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[πους]], <i>ποδός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πόδι]], [[ποδιαίος]] («ποδική [[αρτηρία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποδική [[καμάρα]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[τοξοειδής]] [[διαμόρφωση]] του πέλματος του ποδιού, που αποτελεί [[προϋπόθεση]] για τη φυσιολογική [[στατική]] [[λειτουργία]] του<br />β) «[[ποδικός]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] δύο [[μυών]] του ποδιού από τους οποίους ο [[ένας]] εκτείνει τα μικρά δάκτυλα και ο [[άλλος]] το μεγάλο [[δάκτυλο]]<br />γ) «ποδική [[επιφάνεια]]»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα [[σημείο]] του χώρου [[προς]] όλα τα επίπεδα τα οποία εφάπτονται με την [[επιφάνεια]]<br />δ) ποδική [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] της κορυφής ορθής γωνίας, η μία από τις πλευρές της οποίας διέρχεται από σταθερό [[σημείο]], ενώ η [[άλλη]] εφάπτεται με [[καμπύλη]] που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το σταθερό [[σημείο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται σε έναν μετρικό [[πόδα]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδικός Medium diacritics: ποδικός Low diacritics: ποδικός Capitals: ΠΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: podikós Transliteration B: podikos Transliteration C: podikos Beta Code: podiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.

Greek (Liddell-Scott)

ποδικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, χρόνος Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποδικός, -ή, -όν ΝΜΑ πους, ποδός]]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία»)
2. φρ. α) «ποδική καμάρα»
ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση του πέλματος του ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική στατική λειτουργία του
β) «ποδικός μυς»
ανατ. ονομασία δύο μυών του ποδιού από τους οποίους ο ένας εκτείνει τα μικρά δάκτυλα και ο άλλος το μεγάλο δάκτυλο
γ) «ποδική επιφάνεια»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σημείο του χώρου προς όλα τα επίπεδα τα οποία εφάπτονται με την επιφάνεια
δ) ποδική καμπύλη»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος της κορυφής ορθής γωνίας, η μία από τις πλευρές της οποίας διέρχεται από σταθερό σημείο, ενώ η άλλη εφάπτεται με καμπύλη που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το σταθερό σημείο
μσν.-αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε έναν μετρικό πόδα.