πολυφραδής: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très sage, très avisé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φράζω]]. | |btext=ής, ές :<br />très sage, très avisé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φράζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ευφραδής]], πολύ [[εύγλωττος]] ή πολύ [[συνετός]] («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[ξακουστός]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («πολυφραδὲς [[ἔργον]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>φράδος</i>, <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρι</i>-[[φραδής]], <i>ευ</i>-[[φραδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (φράζω)
A very eloquent or wise, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494, cf. Semon.7.93 (Sup.). II much talked of, famous, ἔργον IG14.2012A26 (Sulp. Max.).
German (Pape)
[Seite 676] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
Greek (Liddell-Scott)
πολυφρᾰδής: -ές, (φράζω) λίαν εὔγλωτος ἢ σοφός, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, ἔργον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très sage, très avisé.
Étymologie: πολύς, φράζω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.)
2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραδής (< αμάρτυρο τ. φράδος, τὸ < φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. αρι-φραδής, ευ-φραδής.