ξηροφθαλμία: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_9) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηροφθαλμία''': ἡ, [[ξηρότης]] τῶν ὀφθαλμῶν, ἰδίως [[φλόγωσις]] αὐτῶν μετ’ ἐρυθρότητος καὶ κνησμῶν, Κέλσ. 6. 6, Ἀέτ. 7. 2. | |lstext='''ξηροφθαλμία''': ἡ, [[ξηρότης]] τῶν ὀφθαλμῶν, ἰδίως [[φλόγωσις]] αὐτῶν μετ’ ἐρυθρότητος καὶ κνησμῶν, Κέλσ. 6. 6, Ἀέτ. 7. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ξηροφθαλμία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία παρατηρείται [[κερατινοποίηση]] και [[ξήρανση]] του επιπεφυκότα και του κερατοειδούς, λόγω απόφραξης τών δακρυϊκών πόρων ή αβιταμίνωσης Α, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ή και πλήρη [[απώλεια]] της όρασης<br /><b>αρχ.</b><br />νοσηρή [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία παρατηρούνται [[ξηρότητα]] και [[φλόγωση]] τών οφθαλμών με έντονο κνησμό και αυξημένη [[ερυθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρόφθαλμος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xerophthalmia</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ξηροφθαλμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inflammation of the eyelids, blepharitis sicca, with redness and smarting, Dsc.Eup.1.46, PMed.Strassb.p.6K., Cels.6.6, Erot.s.v. κνιπότης, Gal.12.731, Aët.7.77.
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, Trockenheit des Auges, eine Art Augenentzündung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροφθαλμία: ἡ, ξηρότης τῶν ὀφθαλμῶν, ἰδίως φλόγωσις αὐτῶν μετ’ ἐρυθρότητος καὶ κνησμῶν, Κέλσ. 6. 6, Ἀέτ. 7. 2.
Greek Monolingual
η (Α ξηροφθαλμία)
νεοελλ.
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται κερατινοποίηση και ξήρανση του επιπεφυκότα και του κερατοειδούς, λόγω απόφραξης τών δακρυϊκών πόρων ή αβιταμίνωσης Α, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ή και πλήρη απώλεια της όρασης
αρχ.
νοσηρή κατάσταση κατά την οποία παρατηρούνται ξηρότητα και φλόγωση τών οφθαλμών με έντονο κνησμό και αυξημένη ερυθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρόφθαλμος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xerophthalmia < αρχ. ξηροφθαλμία.