οἰκτίζω: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> οἰκτιῶ, <i>ao.</i> [[ᾤκτισα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. inus.</i><br />se lamenter sur, s’apitoyer sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκτίζομαι (<i>ao.</i> ᾠκτισάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[οἶκτος]].
|btext=<i>f. att.</i> οἰκτιῶ, <i>ao.</i> [[ᾤκτισα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. inus.</i><br />se lamenter sur, s’apitoyer sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκτίζομαι (<i>ao.</i> ᾠκτισάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[οἶκτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκτίζω]] (Α) [[οίκτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]], [[οικτίρω]] («[[ὅπως]] μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς [[ποτέ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκτίζομαι</i><br />α) [[πενθώ]]<br />β) [[εκδηλώνω]] τη [[λύπη]] μου («[[ὅταν]] Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)<br />γ) [[θρηνολογώ]] («τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτίζω Medium diacritics: οἰκτίζω Low diacritics: οικτίζω Capitals: ΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: oiktízō Transliteration B: oiktizō Transliteration C: oiktizo Beta Code: oi)kti/zw

English (LSJ)

(pres. only in compd. κατ-), Att. fut.

   A οἰκτιῶ A.Pr.68 (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα S.OT1508 : mostly poet., pity, have pity upon, c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc. ; τινὰ τῆς μικροψυχίας Arist.Mu.391a22 : c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι S.Tr.855 (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι . . στόλον οἰκτιζομένα with pitying eye, A.Supp.1031 (lyr.), cf. E.Hec.720 (as v.l.), Th.2.51.    2 Med. also, bewail, lament, τι E.IT486, cf.Hel.1053 : abs., Din.1.110 : c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι utter a wail, A.Eu.515 (lyr.), cf. E.Tr.155 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτίζω: (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ οἰκτείρω, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., οἰκτείρω, λυποῦμαὶ τινα, αἰσθάνομαι οἶκτον πρός τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., πάθος οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· ἀλλά, 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155.

French (Bailly abrégé)

f. att. οἰκτιῶ, ao. ᾤκτισα, pf. inus.
Pass. inus.
se lamenter sur, s’apitoyer sur, acc.;
Moy. οἰκτίζομαι (ao. ᾠκτισάμην) m. sign.
Étymologie: οἶκτος.

Greek Monolingual

οἰκτίζω (Α) οίκτος
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρωὅπως μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.)
2. μέσ. οἰκτίζομαι
α) πενθώ
β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)
γ) θρηνολογώ («τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», Αισχύλ.).