ὀξυθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(29)
(29)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀξυθυμία]]) [[οξύθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του οξύθυμου, [[αψιθυμία]], ευερεθιστότητα, [[ευθιξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιφνίδιος]], [[οξύς]] [[θυμός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρότητα]] ή [[αστάθεια]] θυμού<br /><b>3.</b> [[ερεθισμός]].
|mltxt=η (Α [[ὀξυθυμία]]) [[οξύθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του οξύθυμου, [[αψιθυμία]], ευερεθιστότητα, [[ευθιξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιφνίδιος]], [[οξύς]] [[θυμός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρότητα]] ή [[αστάθεια]] θυμού<br /><b>3.</b> [[ερεθισμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυθύμια]], τὰ (Α)<br />τόποι σε σταυροδρόμια τριών [[δρόμων]] [[κοντά]] σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν [[έτσι]] [[γιατί]] τη [[φωτιά]] τήν άναβαν με κλάδους του φυτού [[θύμος]], οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύθυμον]], [[ονομασία]] φυτού<br /><b>βλ. λ.</b> [[οξύθυμος]]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμία Medium diacritics: ὀξυθυμία Low diacritics: οξυθυμία Capitals: ΟΞΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: oxythymía Transliteration B: oxythymia Transliteration C: oksythymia Beta Code: o)cuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vivacity or instability of temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5 ; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.

Greek Monolingual

ὀξυθύμια, τὰ (Α)
τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους του φυτού θύμος, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμον, ονομασία φυτού
βλ. λ. οξύθυμος].