ὀχλαγωγία: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’attirer le peuple, charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχλαγωγός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’attirer le peuple, charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχλαγωγός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀχλαγωγία]]) [[οχλαγωγός]]<br />[[θορυβώδης]] [[συνάθροιση]] πλήθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκέντρωση]] όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη [[δημιουργία]] ταραχών<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[θόρυβος]] που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, [[οχλοβοή]], [[βαβυλωνία]], [[χάβρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θορυβώδης]] [[συζήτηση]], [[συνέλευση]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλᾰγωγία Medium diacritics: ὀχλαγωγία Low diacritics: οχλαγωγία Capitals: ΟΧΛΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: ochlagōgía Transliteration B: ochlagōgia Transliteration C: ochlagogia Beta Code: o)xlagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fooling of the mob, Plu.Pyrrh.29; conventus, convicium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, ἀταξία τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’attirer le peuple, charlatanisme.
Étymologie: ὀχλαγωγός.

Greek Monolingual

η (Α ὀχλαγωγία) οχλαγωγός
θορυβώδης συνάθροιση πλήθους
νεοελλ.
1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών
2. (κατ' επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα
αρχ.
θορυβώδης συζήτηση, συνέλευση.