παλινῳδία: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chant différent <i>ou</i> sur un autre ton ; <i>fig.</i> palinodie, rétractation.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ᾠδή]].
|btext=ας (ἡ) :<br />chant différent <i>ou</i> sur un autre ton ; <i>fig.</i> palinodie, rétractation.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ᾠδή]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[παλινῳδία]]) [[παλινωδώ]]<br />[[αναίρεση]], [[ανάκληση]] αυτών που ειπώθηκαν [[προηγουμένως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταβολή]] στάσης στο [[τελείως]] αντίθετο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναίρεση]] του περιεχομένου μιας ωδής με [[άλλη]] νέα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ωδής του Στησιχόρου με την οποία ο [[ποιητής]] ανακαλούσε τις προηγούμενες [[κατά]] της Ελένης ύβρεις του, εξαιτίας τών οποίων είχε χάσει την όρασή του<br /><b>3.</b> [[επανάληψη]] μιας ωδής ή το να άδει [[κανείς]] κατ' [[επανάληψη]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνῳδία Medium diacritics: παλινῳδία Low diacritics: παλινωδία Capitals: ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ
Transliteration A: palinōidía Transliteration B: palinōdia Transliteration C: palinodia Beta Code: palinw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A palinode, recantation, first used of an ode by Stesichorus, in which he recanted his attack upon Helen, Isoc.10.64, Pl.Ep.319e, Phdr.243b.    2 generally, recantation, ib.257a, Cic.Att.4.5.1, Ph.1.260, Plu.Alex.53.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Widerrufen eines Gesanges, der Widerruf, Plat. Phaedr. 257 a; Plut. Alex. 53, wo es ein Tadeln des früher Gelobten ist; παλινῳδία τῶν λόγων πρὸς τὸ ἐναντίον, Luc. Pisc. 35; eine Palinodie des Stesichorus, zum Lobe der früher von ihm getadelten Helena erwähnt Isocr. 10, 64.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνῳδία: ἡ, ὄνομα ὅπερ ὁ Στησίχορος πρῶτος ἔδωκεν εἰς ᾠδήν τινα αὐτοῦ, δι’ ἧς ἀνεκάλει τὰς προηγουμένας αὐτοῦ κατὰ τῆς Ἑλένης βλασφημίας, Ἰσοκρ. 218Ε, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Ε, κτλ., ἴδε Kleine Stesich. σελ. 96 κἑξ.· οὕτως ἡ τοῦ Ὀρατίου ᾠδὴ 1. 16, εἶναι παλινῳδία τῶν Ἐπῳδῶν 5 καὶ 17· - ἀκολούθως καθόλου, παλινῳδία ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β, 257Α, Πλουτ. Ἀλέξ. 53. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινῳδίαν· ᾠδὴν τῇ προτέρᾳ ἐναντίαν. ἢ δόγμα τῷ πρῴην ἐναντίον». ΙΙ. τὸ κατ’ ἐπανάληψιν ᾄδειν, ἐπανάληψις, Κλήμ. Ἀλ. 289.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant différent ou sur un autre ton ; fig. palinodie, rétractation.
Étymologie: πάλιν, ᾠδή.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παλινῳδία) παλινωδώ
αναίρεση, ανάκληση αυτών που ειπώθηκαν προηγουμένως
μσν.
μεταβολή στάσης στο τελείως αντίθετο
αρχ.
1. αναίρεση του περιεχομένου μιας ωδής με άλλη νέα
2. ονομασία ωδής του Στησιχόρου με την οποία ο ποιητής ανακαλούσε τις προηγούμενες κατά της Ελένης ύβρεις του, εξαιτίας τών οποίων είχε χάσει την όρασή του
3. επανάληψη μιας ωδής ή το να άδει κανείς κατ' επανάληψη.