παραφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> παρέφθορα;<br /><i>Pass. ao.2</i> παρεφθάρην;<br />corrompre légèrement <i>ou</i> en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φθείρω]].
|btext=<i>pf.</i> παρέφθορα;<br /><i>Pass. ao.2</i> παρεφθάρην;<br />corrompre légèrement <i>ou</i> en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φθείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[φθείρω]], [[νοθεύω]] [[κάπως]], [[αλλοιώνω]] [[κατά]] τι, [[ιδίως]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>παραφθείρομαι</i><br />[[πέφτω]] σε [[αχρησία]] («[[νόμος]] [[ἄρτι]] παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] τη [[συνείδηση]] κάποιου με διάφορα [[μέσα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> φθείρομαι [[κάπως]], καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[χάνω]] [[κάτι]] («παραφθαρεις τήν φωνήν» (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και παθ.) α) [[χάνομαι]], έχω χαθεί<br />β) [[γίνομαι]] [[άχρηστος]], [[πέφτω]] σε [[αχρηστία]]<br /><b>4.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφθείρω Medium diacritics: παραφθείρω Low diacritics: παραφθείρω Capitals: ΠΑΡΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: paraphtheírō Transliteration B: paraphtheirō Transliteration C: paraftheiro Beta Code: parafqei/rw

English (LSJ)

   A destroy, corrupt, spoil, τὴν ἀρχαίαν μουσικήν Artemo 11 ; τὸν λόγον A.D.Synt.82.20 ; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG799.22 (Cyzicus, i A.D.).    2 debase, νόμισμα, φιλοσοφίαν, Philostr.VA2.29.    3 alter, corrupt, τὴν ἄρχουσαν (sc. συλλαβήν) St.Byz.s.v. Μέγαρα, cf. Eust.1532.1.    4 lose, τὸ ε A.D.Synt.134.8 ; τὴν εὐθεῖαν lose its nominative force (of τύ), ib.15.13.    II Pass., with pf. παρέφθορα : aor. 2 παρεφθάρην :—to be destroyed or spoilt, οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57 ; τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. Her.10.4 ; παρεφθορὸς ὕδωρ Id.Im.2.5 ; παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν demented, A.D. Synt.292.4 ; of character, ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.VS1.16.2.    2 to be lost, αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.Adv.164.26 (but παραφθαρεὶς τὴν φωνήν having lost one's voice, Plu.2.848b).    3 become obsolete, τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.Synt.139.25 ; περὶ παρεφθορυίας λέξεως, title of work by Didymus, Ath.9.368b ; fall into desuetude, νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. Mag.2.15.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φθείρω), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα λέξις, Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραφθείρω: φθείρω ἐν μέρει, φθείρω κἄπως, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. ὕδωρ ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως.

French (Bailly abrégé)

pf. παρέφθορα;
Pass. ao.2 παρεφθάρην;
corrompre légèrement ou en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.
Étymologie: παρά, φθείρω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο
μσν.
1. παθ. παραφθείρομαι
πέφτω σε αχρησίανόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)
2. αλλάζω, μεταβάλλω
3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα
μσν.-αρχ.
παθ. φθείρομαι κάπως, καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαι
αρχ.
1. παθ. (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι
2. μέσ. χάνω κάτι («παραφθαρεις τήν φωνήν» (Πλούτ.)
3. (ενεργ. και παθ.) α) χάνομαι, έχω χαθεί
β) γίνομαι άχρηστος, πέφτω σε αχρηστία
4. αποβάλλω κάτι
5. εξευτελίζω, υποβιβάζω («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.).