παρενείρω: Difference between revisions
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(6_2) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρενείρω''': [[παρεισάγω]], εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, [[ἤγουν]] λέγει». | |lstext='''παρενείρω''': [[παρεισάγω]], εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, [[ἤγουν]] λέγει». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρεμβάλλω]], [[παρενθέτω]] («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεισάγω]] («παρενείρειν χεῑρα», Σωρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑαυτὸν εἰς [[πάντα]] παρενείρων» — παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε [[κάθε]] [[πράγμα]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνείρω]] «[[συμπλέκω]], [[συναρμόζω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A put in by the side, τὴν χεῖρα Sor.2.60 : metaph., ἑαυτὸν εἰς πάντα π. intrude oneself into everything, Plu.2.793d ; τῷλόγῳ περιττὰς προτάσεις Alex.Aphr. in Top.521.34, cf. Eust.7.39.
German (Pape)
[Seite 516] (εἴρω), daneben einreihen, einschalten, Ath. IV, 190 b u. a. Sp.; ἑαυτὸν εἰς πάντα, sich in Alles einmischen, neben καταμιγνὺς εἰς πάντα, Plut. an seni ger. resp. 18.
Greek (Liddell-Scott)
παρενείρω: παρεισάγω, εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - Κατὰ Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, ἤγουν λέγει».
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρεμβάλλω, παρενθέτω («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», Αλέξ. Αφρ.)
αρχ.
1. παρεισάγω («παρενείρειν χεῑρα», Σωρ.)
2. φρ. «ἑαυτὸν εἰς πάντα παρενείρων» — παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε κάθε πράγμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐνείρω «συμπλέκω, συναρμόζω, τοποθετώ μέσα»].