παροχετεύω: Difference between revisions
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=dériver par un autre canal ; <i>en mauv. part</i> dériver furtivement <i>ou</i> suivant une mauvaise direction.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀχετεύω]]. | |btext=dériver par un autre canal ; <i>en mauv. part</i> dériver furtivement <i>ou</i> suivant une mauvaise direction.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀχετεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αλλάζω]], [[μεταστρέφω]] τη ροή υγρού, [[διοχετεύω]] από κεντρικό αγωγό οχετό ή [[διώρυγα]] σε διπλανό αγωγό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παροχετεύω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]]» — [[μεταφέρω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]] από το πλησιέστερο [[κέντρο]] διανομής σε [[σύστημα]] αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαντώ]] με υπεκφυγές, [[ξεγλιστρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀχετεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
A turn from its course, divert, ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ π. Plu. Them.31 :—Med., εἰς ἑτέρους τὸ τῆς ἀρχῆς π. Id.2.779f: metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ E.Ba.479 ; π. λόγοις Pl.Lg.844a :—Pass., to be diverted, Thphr.CP5.17.4.
German (Pape)
[Seite 528] das Wasser ableiten, durch einen Nebenkanal, heimlich oder unrechtmäßig, ὑφῃρημένος τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύσας, Plut. Them. 31; VLL. – Uebertr., τοῦ τ' αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων, Eur. Bacch. 479, wie λόγοις Plat. Legg. VIII, 844 a. – Plut. ad princ. iner. 1 braucht auch das med. in activer Bdtg.
French (Bailly abrégé)
dériver par un autre canal ; en mauv. part dériver furtivement ou suivant une mauvaise direction.
Étymologie: παρά, ὀχετεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό
νεοελλ.
φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» — μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης
αρχ.
μτφ. απαντώ με υπεκφυγές, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχετεύω (< ὀχετός)].