προσοχή: Difference between revisions
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de s’appliquer à, attention.<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de s’appliquer à, attention.<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσέχω]]<br /><b>1.</b> η [[προσήλωση]] του νου σε [[κάτι]] («προσοχὴ ἀκροατοῡ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] («μετέφερε όλες τις αποσκευές με [[προσοχή]]»)<br /><b>3.</b> [[πρόνοια]], [[προφύλαξη]] ή και [[επαγρύπνηση]] για την [[αποφυγή]] κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[επικέντρωση]] ή [[προσήλωση]] της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο [[αντικείμενο]], νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό<br /><b>2.</b> <b>η κλητ.</b> [[προσοχή]]!</i> α) (ως επιφών.) να είσαι [[προσεκτικός]], πρόσεχε!<br />β) (αθλ. -στρ.) [[παράγγελμα]] σε [[εκτέλεση]] του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το [[σώμα]] τους ακίνητο σε όρθια [[στάση]] με τα χέρια κολλημένα στο [[σώμα]] και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προσέγγιση]] πλοίου στην [[ξηρά]], [[προσόρμιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A attention, Chrysipp.Stoic.3.41, LXX Si.Prol.13, BMus.Inscr.888 (Halic., ii B.C.), PTeb.27.78 (ii B.C.), D.H.6.85, Hierocl. p.25 A., Epict.Ench.33.6, D.Chr.34.27, Plu.2.514e, Luc.Hist.Conscr. 53; π. νόμων LXX Wi.6.18, cf. Ph.1.474; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι Id.2.342; diligence, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20; care, Leonid. ap. Aët. 15.5, Sor.2.86. 2 soberness, Suid. s.v. νηφαλισμός. II putting to land, Iamb.VP3.16.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, das Daraufachten, die Aufmerksamkeit, (προσέχειν τὸν νοῦν); Strab. 2, 5, 1; Plut. de garrul. 23.
Greek (Liddell-Scott)
προσοχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, προσοχή, Διον. Ἁλ. 6. 85, Πλούτ. 2. 514Ε, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 53, κτλ. ΙΙ. προσόρμισις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de s’appliquer à, attention.
Étymologie: προσέχω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσέχω
1. η προσήλωση του νου σε κάτι («προσοχὴ ἀκροατοῡ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)
2. φροντίδα, επιμέλεια («μετέφερε όλες τις αποσκευές με προσοχή»)
3. πρόνοια, προφύλαξη ή και επαγρύπνηση για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) επικέντρωση ή προσήλωση της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό
2. η κλητ. προσοχή! α) (ως επιφών.) να είσαι προσεκτικός, πρόσεχε!
β) (αθλ. -στρ.) παράγγελμα σε εκτέλεση του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το σώμα τους ακίνητο σε όρθια στάση με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες
αρχ.
η προσέγγιση πλοίου στην ξηρά, προσόρμιση.