προσπαλαίω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(SL_2) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>προσπᾰλαίω</b> <br /> <b>1</b> [[wrestle]] [[against]] c. dat. καὶ μὰν [[κεῖνος]] [[Ἄτλας]] οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν [[ἄπο]] Καδμειᾶν μορφὰν [[βραχύς]], ψυχὰν δ' [[ἄκαμπτος]] προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.53) | |sltr=<b>προσπᾰλαίω</b> <br /> <b>1</b> [[wrestle]] [[against]] c. dat. καὶ μὰν [[κεῖνος]] [[Ἄτλας]] οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν [[ἄπο]] Καδμειᾶν μορφὰν [[βραχύς]], ψυχὰν δ' [[ἄκαμπτος]] προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.53) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[παλαίω]]<br /><b>μτφ.</b> [[αγωνίζομαι]] («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῑς λόγοις προσπαλαῑσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παλεύω]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προσπαλαίω]] σφαίρᾳ» — γυμνάζομαι στη [[σφαιροβολία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A wrestle or struggle with, τινι Pi.I.4.53, Pl.Tht.162b, Alc.1.107e, al.; Ἄτλας οὐρανῷ π. Pi.P.4.290; κὴρ π. ψυχῇ Ph.1.654: metaph., ἐν τοῖς λόγοις π. Pl.Tht.169b; π. σφαίρᾳ take wrestling exercise with a ball, Plu.2.793b; πολλοῖς χρέεσιν π. wrestle with debts, PSI1.76.6 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 776] (s. παλαίω), mit Einem, gegen Einen ringen, Pind. I. 3, 71; auch Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει, P. 4, 290, er strebt gegen den Himmel an; νεωτέρῳ, Plat. Theaet. 162 b; ἐν τοῖς λόγοις, 169 d, u. sonst; σφαίρᾳ, sich im Ballspiel üben, Plut. an seni ger. resp. 18.
Greek (Liddell-Scott)
προσπᾰλαίω: παλαίω, ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Πινδ. Ι. 4. 90 (3. 71), Πλάτ. Θεαίτ. 162Β, Ἄλκ. 1. 107Β, κ. ἀλλ’ Ἄτλας οὐρανῷ πρ. Πινδ. Π. 4. 516· - μεταφ., πρ. ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 169D· πρ. σφαίρᾳ, παίζω τὴν σφαῖραν, Πλούτ. 2. 793Β.
French (Bailly abrégé)
s’exercer ou jouer à, τινι.
Étymologie: πρός, παλαίω.
English (Slater)
προσπᾰλαίω
1 wrestle against c. dat. καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.53)
Greek Monolingual
ΜΑ παλαίω
μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῑς λόγοις προσπαλαῑσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. παλεύω με κάποιον
2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» — γυμνάζομαι στη σφαιροβολία.