πυγαῖος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />des fesses ; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] croupion.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]]. | |btext=α, ον :<br />des fesses ; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] croupion.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πυγαία</i><br />[[βάση]] κίονα, [[βάθρο]] στύλου ή στήλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το πυγαίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>στρ.</b> το οπίσθιο [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[ακόλαστος]], ο [[κίναιδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυγαῑον</i><br />η [[πυγή]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ πυγαία</i> και <i>τὰ πυγαῑα</i><br />η [[περιοχή]] του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγορ</i>-<i>αίος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (πυγή)
A of or on the rump: I τὸ π.,= ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76. II πυγαῖα, τά, in Architecture,= σπεῖρα, base of a column, Hsch. III = κατάπυγος, Suid. IV v. πυγλίον.
German (Pape)
[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.
Greek Monolingual
-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῑον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῑα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος)].