Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαφηνής: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[σαφής]].<br />'''Étymologie:''' [[σαφής]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[σαφής]].<br />'''Étymologie:''' [[σαφής]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σαφανής]] Α<br />[[σαφής]] («[[λόγος]] κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ [[στάσις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σαφηνές</i><br />η απλή και καθαρή [[αλήθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαφηνῶς</i> και ιων. τ. [[σαφηνέως]] Α<br />(συν. με λεκτικά ρήματα) με [[σαφήνεια]], με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηνής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἆνος</i> «όψη, [[πρόσωπο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>ηνής</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>βλ.</b> και λ. [[πρηνής]])].———————— <b>(II)</b><br />-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνής]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το [[αίμα]] του επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα [[κάτω]] [[άκρα]] (α. «[[μείζων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]» β. «[[ελάσσων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] [[νεύρο]]» — [[κλάδος]] του μηριαίου νεύρου, που πορεύεται [[μαζί]] με τη μείζονα σαφηνή [[φλέβα]] [[μέχρι]] το έσω [[χείλος]] του άκρου ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saphenous vein</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saphena</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>s</i><i>ā</i><i>f</i><i>ī</i><i>n</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰφηνής Medium diacritics: σαφηνής Low diacritics: σαφηνής Capitals: ΣΑΦΗΝΗΣ
Transliteration A: saphēnḗs Transliteration B: saphēnēs Transliteration C: safinis Beta Code: safhnh/s

English (LSJ)

Dor. -ᾱνής, ές,

   A = σαφής, Id.Pers.635 (lyr.), 738 (troch.), S.Tr.892; τὸ σ. the plain truth, Pi.O.10(11).55: σαφήνη is corrupt in A.Ch.197, cf. foreg. Adv. -νῶς Thgn.963 (but -νέως is the better reading); Ion. -νέως Hdt. (who never has the Adj.), with the Verbs εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, 1.140, 3.122, 6.82; τὰ λοιπά σοι φράσω σ. A.Pr.781.

German (Pape)

[Seite 866] ές, dor. σαφανής; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; λόγος κρατεῖ σαφηνής, Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = σαφής. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. σαφηνέως, oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, σαφηνέως εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰφηνής: Δωρικ. -ᾱνής, ές, = σαφής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ ἀλήθεια, Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει ’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. (ὅστις οὐδαμοῦ ἔχει τὸ ἐπίθετ.) μετὰ τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι φράσσω σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. σαφής.
Étymologie: σαφής.

Greek Monolingual

(I)
-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α
σαφήςλόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές
η απλή και καθαρή αλήθεια.
επίρρ...
σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α
(συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάφα + -ηνής (< ἆνος «όψη, πρόσωπο»), πρβλ. προσ-ηνής, με έκταση λόγω συνθέσεως (βλ. και λ. πρηνής)].———————— (II)
-ές, Ν
1. φρ. «σαφηνής φλέβα»
ανατ. καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το αίμα του επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα κάτω άκρα (α. «μείζων σαφηνής φλέβα» β. «ελάσσων σαφηνής φλέβα»)
2. φρ. «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] νεύρο» — κλάδος του μηριαίου νεύρου, που πορεύεται μαζί με τη μείζονα σαφηνή φλέβα μέχρι το έσω χείλος του άκρου ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. saphenous vein < saphena < αραβ. sāfīn].