σέλμα: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />charpente, échafaudage, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> τὰ σέλματα banc de rameurs;<br /><b>2</b> sorte d’estrade où se tenaient les défenseurs d’une tour derrière le rebord;<br /><b>3</b> trône.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σελίς]]. | |btext=ατος (τό) :<br />charpente, échafaudage, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> τὰ σέλματα banc de rameurs;<br /><b>2</b> sorte d’estrade où se tenaient les défenseurs d’une tour derrière le rebord;<br /><b>3</b> trône.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σελίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ<br />[[κάθισμα]] κωπηλάτη, κν. [[μπάγκος]] («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάστρωμα]] πλοίου<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πλοίο]], [[σκάφος]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάθισμα]], [[έδρανο]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] ξύλινο [[κατασκεύασμα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σέλματα</i><br />η [[δομική]] [[ξυλεία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σέλματα πύργων» — ξύλινα ικριώματα [[πίσω]] από τις επάλξεις, [[πάνω]] στα οποία στέκονταν οι μαχητές που υπεράσπιζαν το [[τείχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σελίδα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A the upper planking of a ship, deck, h.Bacch.47 (Hom. has only the compd. ἐΰσσελμος): metaph., γεμισθεὶς ποτὶ σ. γαστρὸς ἄκρας E.Cyc.506: generally, ship, Lyc.1217, Archimel. ap. Ath.5.209c. 2 pl. σέλματα, rowing-benches (in Hom. ζυγά), Archil.4, A.Pers.358, Ag.1442, S.Ant.717, E.Or.242. 3 generally, seat, throne, A.Ag.183 (lyr.). II any timberwork, σέλματα πύργων, prob. scaffolds behind the parapet, on which the defenders of the wall stood, Id.Th.32. 2 logs of building timber, Str.5.2.5.
German (Pape)
[Seite 870] τό, das obere Getäfel, Gebälk des Schiffes, das Verdeck, H. h. 6, 47; bes. der Ort, wo der Steuermann mit den Ruderern sitzt, Ruderbank, Aesch. Ag. 1417 Pers. 350; ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται, Soph. Ant. 713, d. i. er lehrt das Schiff um; Eur., Ar. u. in Prosa. Bei Lycophr. 1216 δίκωπον σέλμα, Kahn, wie σέλμα πέλωρον Archimel. 1 (App. 15), von dem ungeheuren Prachtschiffe des Hiero; übertr., σέλμα σεμνὸν ἥμενοι, die am Staatsruder Sitzenden, Herrschenden, Aesch. Ag. 176. – Uebh. jedes Gebälk, Gerüst, ἐπὶ σέλμασι πύργων στάθητε, Aesch. Spt. 32. – Balken od. Stämme zu Bauholz, Strab. 5, 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σέλμα: τό, (συγγενὲς τῷ σελίς;) τὸ ἀνώτερον σανίδωμα τοῦ πλοίου, τὸ κατάστρωμα, Ὕμν. Ὁμ. 6. 47· μεταφορ., γεμισθεὶς ποτὶ σ. γαστρὸς ἄκρας Εὐρ. Κύκλ. 506· καθόλου, πλοῖον, Λυκόφρ. 1216, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. 2) ἐν τῷ πληθ. σέλματα, καθίσματα τῶν κωπηλατῶν, Λατ. transtra, Ἀρχίλ. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 358, Ἀγ. 1442, Σοφ. Ἀντ. 717, Εὐρ. Ὀρ. 242· παρ’ Ὁμήρ. ζυγά, ἂν καὶ τὸ σύνθετον ἐΰσσελμος δεικνύει ὅτι ἡ λέξις σέλμα δὲν ἦτο ἄγνωστος αὐτῷ. 3) καθόλου, καθέδρα, θρόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· πρβλ. ἧμαι ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ἐκ ξύλων κατασκεύασμα, σέλματα πύργων, πιθαν. ἰκριώματα ὄπισθεν τῶν ἐπάλξεων, ἐφ’ ὧν οἱ ὑπερασπίζοντες τὸ τεῖχος ἵσταντο, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 32. 2) τεμάχια ξύλων πρὸς οἰκοδομήν, Στράβ. 222, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
charpente, échafaudage, particul. :
1 τὰ σέλματα banc de rameurs;
2 sorte d’estrade où se tenaient les défenseurs d’une tour derrière le rebord;
3 trône.
Étymologie: cf. σελίς.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
κάθισμα κωπηλάτη, κν. μπάγκος («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κατάστρωμα πλοίου
2. συνεκδ. πλοίο, σκάφος
3. (γενικά) κάθισμα, έδρανο
4. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλινο κατασκεύασμα
5. στον πληθ. τὰ σέλματα
η δομική ξυλεία
6. φρ. «σέλματα πύργων» — ξύλινα ικριώματα πίσω από τις επάλξεις, πάνω στα οποία στέκονταν οι μαχητές που υπεράσπιζαν το τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σελίδα].