σκόλυμος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />scolyme, sorte de chardon comestible <i>ou</i> d’artichaut, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />scolyme, sorte de chardon comestible <i>ou</i> d’artichaut, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]], γνωστών [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σκολιάντρι]], [[σκόλιαντρος]], [[σκολύμπρι]], [[σκόλυμπρος]], ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία μοιάζουν με γαϊδουράγκαθα, ευδοκιμούν στις χώρες της Μεσογείου και τρώγονται ως [[λαχανικά]] όταν [[είναι]] τρυφερά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] κυνόγλωσσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει [[επίθημα]] -(<i>υ</i>)<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλυμος]]), που θυμίζει και άλλα ονόματα [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[κύαμος]], [[κάρδαμον]]), [[πολλά]] από τα οποία [[είναι]] δάνεια. 'Εχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. [[σκόλλυς]] «[[τρόπος]] κουρέματος». Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «[[σκόλυβος]]<br /><i>ὁ ἐσθιόμενος [[βολβός]]», τόσο λόγω σημ. όσο και λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής <i>μ</i> / <i>β</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόλῠμος Medium diacritics: σκόλυμος Low diacritics: σκόλυμος Capitals: ΣΚΟΛΥΜΟΣ
Transliteration A: skólymos Transliteration B: skolymos Transliteration C: skolymos Beta Code: sko/lumos

English (LSJ)

(ἡ Numen. ap. Ath.9.371c; σκόλυμον, τό, Zonar.),

   A golden thistle, Scolymus hispanicus, Hes.Op.582, Alc.39, Com.Adesp. in PTeb.693.21, Thphr.HP6.4.3, Arist.Pr.879a28.    2 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.

German (Pape)

[Seite 902] ὁ, eine eßbare Distelart, die im heißesten Sommer blüht, Hes. op. 584; wahrscheinlich eine Artischockenart, Theophr., Diosc. Auch fem., αὐχμηρή Numen. bei Ath. IX, 371 c.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλῠμος: ὁ, εἶδος ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, ἴσως ἡ ἀγκινάρα, «λάχανον ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scolyme, sorte de chardon comestible ou d’artichaut, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία μοιάζουν με γαϊδουράγκαθα, ευδοκιμούν στις χώρες της Μεσογείου και τρώγονται ως λαχανικά όταν είναι τρυφερά
αρχ.
το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -(υ)μος (πρβλ. ἔλυμος), που θυμίζει και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. κύαμος, κάρδαμον), πολλά από τα οποία είναι δάνεια. 'Εχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος». Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με τη λ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «σκόλυβος
ὁ ἐσθιόμενος βολβός», τόσο λόγω σημ. όσο και λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής μ / β].