στρατεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre au service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατεύω]].
|btext=ος, ον :<br />propre au service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[στρατεύσιμος]], -ον, ΝΑ [[στράτευσις]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]] («[[στρατεύσιμος]] [[ἡλικία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[στρατεύσιμος]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο υποκείμενος σε [[στράτευση]] [[κατά]] τις διατάξεις του [[περί]] στρατολογίας νόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στρατεύσιμον</i><br />α) [[στρατιωτικός]] [[μισθός]]<br />β) [[πληρωμή]] για [[εξαγορά]] της στρατιωτικής θητείας.
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατεύσιμος Medium diacritics: στρατεύσιμος Low diacritics: στρατεύσιμος Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: strateúsimos Transliteration B: strateusimos Transliteration C: strateysimos Beta Code: strateu/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for military service, serviceable, ἡλικία X.HG6.5.12, J.AJ2.15.1; σ. ἔτη X.Cyr.1.2.4; οἱ σ. Plb.6.19.6: Subst. -εύσιμον, τό, payment in lieu of military service, PMonac. 1.54 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] zum Kriegsdienste gehörig, tauglich; ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 4; ἡλικία, Hell. 6, 5, 17; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, die vorher οἱ ἐν ταῖς ἡλικίαις hießen; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡλικία Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au service militaire.
Étymologie: στρατεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο / στρατεύσιμος, -ον, ΝΑ στράτευσις
1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσίαστρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος
(για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
νεοελλ.
(νομ.) ο υποκείμενος σε στράτευση κατά τις διατάξεις του περί στρατολογίας νόμου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ στρατεύσιμον
α) στρατιωτικός μισθός
β) πληρωμή για εξαγορά της στρατιωτικής θητείας.