συκομάμμας: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_15) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκομάμμας''': ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, [[εὐήθης]], μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. [[βλιτομάμμας]]. | |lstext='''σῡκομάμμας''': ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, [[εὐήθης]], μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. [[βλιτομάμμας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ευήθης]], [[χαζός]] ή [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάμμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>βλιτο</i>-<i>μάμμας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A poltroon, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. βλιτομάμμας.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκομάμμας: ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, εὐήθης, μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. βλιτομάμμας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο-μάμμας)].