συνεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> tomber avec <i>ou</i> en même temps hors de, s’échapper <i>ou</i> sortir avec : <i>fig.</i> [[αἱ]] γνῶμαι κατὰ τωὐτὸ συνεκπίπτουσιν HDT les avis sont unanimes (<i>litt.</i> les votes sortent de l’urne tous d’accord) ; [[οἱ]] πολλοὶ συνεξέπιπτον avec un part. HDT la plupart tombaient d’accord pour;<br /><b>2</b> échouer ensemble;<br /><b>3</b> être exilé avec, τινι;<br /><b>4</b> disparaître avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπίπτω]].
|btext=<b>1</b> tomber avec <i>ou</i> en même temps hors de, s’échapper <i>ou</i> sortir avec : <i>fig.</i> [[αἱ]] γνῶμαι κατὰ τωὐτὸ συνεκπίπτουσιν HDT les avis sont unanimes (<i>litt.</i> les votes sortent de l’urne tous d’accord) ; [[οἱ]] πολλοὶ συνεξέπιπτον avec un part. HDT la plupart tombaient d’accord pour;<br /><b>2</b> échouer ensemble;<br /><b>3</b> être exilé avec, τινι;<br /><b>4</b> disparaître avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπίπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκπίπτω]]<br /><b>1.</b> εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως<br /><b>2.</b> εκτρέπομαι από την [[ευθεία]] οδό [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>3.</b> εξορίζομαι [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εξορμώ]] [[μαζί]] με άλλον [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>6.</b> (με δοτ.) [[βγαίνω]] [[ισόπαλος]] («ἀγωνιζόμενος [[στάδιον]] συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αποτυγχάνω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>8.</b> αποσπώμαι, ξεριζώνομαι συγχρόνως<br /><b>9.</b> (για [[υπόθεση]] δραματικού έργου σε [[σχέση]] με όλη την [[σύνθεση]]) αποδοκιμάζομαι [[επίσης]] («ἡ δὲ [[ὑπόθεσις]] οὐ [[μετρίως]] με λυπήσειν ἔοικε συνεκπίπτουσα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[σάρκα]]) εκφυλίζομαι συγχρόνως<br /><b>11.</b> (για ψήφο [[κάλπης]]) [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] όμοιος με άλλον<br /><b>12.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]] («κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπίπτω Medium diacritics: συνεκπίπτω Low diacritics: συνεκπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synekpíptō Transliteration B: synekpiptō Transliteration C: synekpipto Beta Code: sunekpi/ptw

English (LSJ)

   A fall out or be ejected together, Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεμ-), Arist.HA587a13; αἴσθησις -ουσα μετὰ τοῦ αἰσθητοῦ Pl.Tht.156b; δεῖ . . συνεκπίπτειν τὴν ὅρασιν τῷ ὁρατῷ Plot.5.3.10, cf. 6.2.9.    II c. dat., rush out together with, Plu.Pel.32, Lys.28; to be carried away by, ταῖς ὁρμαῖς τῶν πολιτῶν Id.Per.20, cf. Plb.27.9.9.    2 to be driven out or banished together with, Plu.Ant.32.    3 disappear together with, ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ Id.2.946a, cf. Luc. Hist.Conscr.62.    III (from voting tablets coming out of the urn in which they were collected) come out in agreement, happen to agree, κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον Hdt.1.206; αἱ γνῶμαι αἱ πλεῖσται σ. ναυμαχέειν agreed in advising to fight, Id.8.49; οἱ πολλοὶ σ. Θεμιστοκλέα κρίνοντες agreed in choosing, ib.123.    2 c. dat., come out equal to another, run a dead heat with him, ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Id.5.22, cf. Plu.2.1045d.    IV fail together, ἔν τινι Demad.8 (s. v.l.); of a play, to be rejected together with the actor, Luc.Nigr.8.    V of flesh, fall away together, Pl. Ti.84b.    VI degenerate together, εἴς τι Longin.41.1.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. πίπτω), mit od. zugleich herausfallen, hervorbrechen, herausgerissen werden; ἐκ τῶν ῥιζῶν ξυνεκπίπτουσαι, Plat. Tim. 84 b; hervorgehen, ἀεὶ συνεκπίπτουσα καὶ γεννωμένη αἴσθησις, Theaet. 156 b; auch vom übereinstimmenden Ausfall der Meinungen beim Abstimmen über eine Sache, αἱ γνῶμαι συνεκπ ίπτουσιν, die Meinungen stimmen überein, Her. 1, 206. 8, 49; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον, 8, 123; eigtl. vom Herausfallen oder Herausschütten der Stimmsteinchen oder -täfelchen aus dem Gefäß, in dem sie gesammelt wurden, 5, 22; Luc. Nigr. 8; ἀστραπαί, Plut. Timol. 28.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπίπτω: ἐκπίπτω, ἐξέρχομαι ἢ ἐκβάλλομαι ὁμοῦ, ἐὰν καὶ τὸ ὕστερον συνεκπέσῃ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2· μετά τινος Πλάτ. Θεαίτ. 156Β. ΙΙ. μετὰ δοτικ., ἐξορμῶ ὁμοῦ κατά τινος, συνεξέπεσον εἰς τὸ πεδίον τοῖς φεύγουσι Πλουτ. Πελοπ. 32, Λύσανδρ. 28. 2) ἐξελαύνομαι ἢ ἐξορίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 32. 3) ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ, ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ ὁ αὐτ. 2. 496Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν ψήφων ἐξερχομένων ἐκ τῆς κάλπης, ἐν ᾗ ἦσαν ἠθροισμέναι, ἐξέρχομαι ἐν συμφωνίᾳ, συμβαίνει νὰ συμφωνῶ, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Ἡρόδ. 1. 206· αἱ πλεῖσται γνῶμαι σ. ναυσιμαχέειν, ἦσαν σύμφωνοι ὅπως γείνῃ ἡ ναυμαχία, ὁ αὐτ. 8. 49· οἱ πολλοὶ συν. Θεμιστοκλέα κρίνοντες, συνεφώνουν προτιμῶντες τὸν Θεμ., αὐτόθι 123· 2) μετὰ δοτ., ἐξέρχομαι ἴσος μὲ ἄλλον, ἀποδείκνυμαι ἴσος, ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ ὁ αὐτ. 5. 52, πρβλ. Πλούτ. 2. 1045D. IV. ἐκρίπτομαι ἢ ἀποτυγχάνω ὁμοῦ, ἔν τινι Δημάδ. 179. 29 (ὁ Βεκκῆρος συμβουλεύει τὴν ἀπαλοιφὴν τοῦ ἐν)· ἐπὶ δράματος, ἀποδοκιμάζομαι, Λουκ. Νιγρῖν. 8. V. ἐκσπῶμαι, ἀποσπῶμαι ὁμοῦ, ἐκ τῶν ῥιζῶν Πλάτ. Τίμ. 84Β. VI. ἐκπίπτω, καταπίπτω ὁμοῦ, εἴς τι Λογγῖν. 41. 1.

French (Bailly abrégé)

1 tomber avec ou en même temps hors de, s’échapper ou sortir avec : fig. αἱ γνῶμαι κατὰ τωὐτὸ συνεκπίπτουσιν HDT les avis sont unanimes (litt. les votes sortent de l’urne tous d’accord) ; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον avec un part. HDT la plupart tombaient d’accord pour;
2 échouer ensemble;
3 être exilé avec, τινι;
4 disparaître avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐκπίπτω.

Greek Monolingual

Α ἐκπίπτω
1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως
2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον
3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον
4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.)
5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον κάποιου
6. (με δοτ.) βγαίνω ισόπαλος («ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ», Ηρόδ.)
7. αποτυγχάνω μαζί με κάποιον
8. αποσπώμαι, ξεριζώνομαι συγχρόνως
9. (για υπόθεση δραματικού έργου σε σχέση με όλη την σύνθεση) αποδοκιμάζομαι επίσης («ἡ δὲ ὑπόθεσις οὐ μετρίως με λυπήσειν ἔοικε συνεκπίπτουσα», Λουκιαν.)
10. (για σάρκα) εκφυλίζομαι συγχρόνως
11. (για ψήφο κάλπης) εξέρχομαι, βγαίνω όμοιος με άλλον
12. (κατ' επέκτ.) συμπίπτω, συμφωνώ («κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον», Ηρόδ.).