τηκεδών: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(Autenrieth) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=όνος: [[melting]], [[wasting]] [[away]], [[decline]], Od. 11.201†. | |auten=όνος: [[melting]], [[wasting]] [[away]], [[decline]], Od. 11.201†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α<br />(για [[χιόνι]]) [[τήξη]], [[λειώσιμο]] («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαρασμός]], βαθμιαία, [[συνεχής]] [[φθορά]] του σώματος («[[οὔτε]] τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε [[μάλιστα]] τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σήψη]] στον οργανισμό («τροπαὶ αἵματος ἤ σαρκὸς τακεδόνες», Τίμ. Λοκρ.)<br /><b>3.</b> [[μέσο]] για [[αδυνάτισμα]], για [[μείωση]] του πάχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το θ. του ρ. [[τήκω]] με [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>δών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σηπ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A melting, of snow, D.S.1.39. II wasting away, consumption, Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.SD1.14; νούσων τακεδόνες (Dor. form) Supp.Epigr.2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.BC1.107. 2 a means for reducing one's weight, Hp.Mul.2.180. 3 putrefaction, σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.Ti.82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703.
German (Pape)
[Seite 1105] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τηκεδών: -όνος, ἡ, τῆξις, ἐπὶ χιόνος, Διόδ. 1. 39. ΙΙ. τὸ τήκεσθαι, φθίνειν, φθίσις, Ὀδ. Λ. 201· νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 107. 2) μέσον πρὸς ἴσχνανσιν’ Ἱππ. 665. 39· σαρκὸς τακεδόνες Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
consomption, dépérissement.
Étymologie: τήκω.
English (Autenrieth)
όνος: melting, wasting away, decline, Od. 11.201†.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α
(για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά του σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν», Ομ. Οδ.)
2. σήψη στον οργανισμό («τροπαὶ αἵματος ἤ σαρκὸς τακεδόνες», Τίμ. Λοκρ.)
3. μέσο για αδυνάτισμα, για μείωση του πάχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το θ. του ρ. τήκω με επίθημα -ε-δών (πρβλ. σηπ-ε-δών)].