συνυφίστημι: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(6_3) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνῠφίστημι''': [[φέρω]] εἰς ὑπόστασιν [[ὁμοῦ]], τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., [[συνυπάρχω]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, [[ἀναδέχομαι]], [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7. | |lstext='''συνῠφίστημι''': [[φέρω]] εἰς ὑπόστασιν [[ὁμοῦ]], τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., [[συνυπάρχω]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, [[ἀναδέχομαι]], [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνυφίσταμαι</i><br />[[συνυπάρχω]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[προσδίδω]] [[υπόσταση]] σε [[κάτι]], το [[κάνω]] να υπάρχει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] ή [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
A call into existence together with, τινι Plot.5.6.5, Jul.Or.4.142a, Procl.Inst.57:—Pass., with pf. and aor. 2 Act., coexist, Ph.1.175, Plu.2.572d, S.E.P.3.26, M.8.273, Alex.Aphr.Mixt. 228.21. II Med., undertake along with, αὐτοῖς πάντα -στησομένους Plb.4.32.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνῠφίστημι: φέρω εἰς ὑπόστασιν ὁμοῦ, τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., συνυπάρχω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, ἀναδέχομαι, ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7.
Greek Monolingual
ΜΑ ὑφίστημι
παθ. συνυφίσταμαι
συνυπάρχω
1. αρχ. προσδίδω υπόσταση σε κάτι, το κάνω να υπάρχει
2. μέσ. επιχειρώ ή αναλαμβάνω να κάνω κάτι από κοινού με άλλον.