φάλλη: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[φάλη]]. | |btext=<i>c.</i> [[φάλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[φάλαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλαινα]])].———————— <b>(II)</b><br />και [[φάλη]], ἡ, Α<br />[[φάλλαινα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (ΙΙ) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλλαινα]] [ΙΙ])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, = foreg. 1, Lyc.84,394. II = foreg. 11, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φάλλη: ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «φάλη˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
c. φάλη.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
φάλαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (Ι) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλαινα)].———————— (II)
και φάλη, ἡ, Α
φάλλαινα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (ΙΙ) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλλαινα [ΙΙ])].