φαγεῖν: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(SL_2) |
(44) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>φᾰγεῑν</b> [[defect]]. aor., <br /> <b>1</b> [[have]] eaten [[κρεῶν]] [[σέθεν]] [[διεδάσαντο]] καὶ [[φάγον]] (O. 1.51) | |sltr=<b>φᾰγεῑν</b> [[defect]]. aor., <br /> <b>1</b> [[have]] eaten [[κρεῶν]] [[σέθεν]] [[διεδάσαντο]] καὶ [[φάγον]] (O. 1.51) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
inf. of ἔφαγον, with no pres. in use (exc. in late Gr.,
A φαγεῖ Anon. in EN448.16; φαγέοις in edd. of Ps.-Phoc.157 is v. dub.), used as aor. 2 of ἐσθίω; later 1pl. ἐφάγαμεν LXX 2 Ki. 19.42 cod.B, 3pl. ἐφάγοσαν ib.Ge.18.8: later fut. is φάγομαι, ib.Si.36.23, Ev.Luc.14.15; 2sg. φάγεσαι LXX Ru.2.14, Ev.Luc.17.8; φάγῃ LXX Ge.3.14; also φαγοῦμαι ib. 2(v.l.); fut. φαγήσω is v. dub. in Lib.Or. 53.29:—eat, devour, both of men and beasts, freq. in Hom.; ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.18.3, cf. 15.378, Pl.Lg.831e; reversely, πιόντα ἢ φαγόντα Id.Prt.314a, cf. Phd.81b, E.Cyc.336 (dub. l.): mostly c. acc., Il.21.127, 24.411, etc.: c. gen., eat of a thing, Od.9.102, 15.373; ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; A.Supp.226; ἀπό τινος LXX Ge.2.16. II eat up, devour, squander, Od.2.76, 4.33. (Cf. παματοφαγέω and Skt. bhájati 'apportion, (Med.) enjoy'.)
German (Pape)
[Seite 1249] inf. aor. II. zu ἐσθίω; – dazu giebt es auch ein späteres hellenistisches fut. φάγομαι, nach ἔδομαι gebildet, das auch als praes. gebraucht wurde, LXX.; vgl. Lob. Phryn. p. 327. Aber ein praes. φάγω kommt nicht vor.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔφαγον, ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει· κεῖται δὲ ὡς ἀόρ. βϳ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ τῆς √ΦΑΓ παράγονται καὶ τὰ φαγᾶς, φαγός, ἢ φάγος, κλπ.· πρβλ. Σανσκρ. bhaǵ, bhaǵ-âmi (sortiri), bhak-sh (comedere), Ζενδ. baz (disputiri), bagh-as (sors)· ― πρβλ. παρομοίαν σχέσιν σημασιῶν ἐν ταῖς λέξ. δαίω, δαίς). Φαγεῖν, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν παρ’ Ὁμ. συχν.· ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Ὀδ. Σ. 3, πρβλ. Ο. 378· πλεῖστα φαγεῖν τε καὶ πιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 78, πρβλ. Πλάτ. Νόμ, 831Ε· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, πιόντα καὶ φαγόντα ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 314Α, πρβλ. Φαίδωνα 81Β, Εὐριπ. Κύκλ. 336 ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συντάσσεται μετ’ αἰτ., Ἰλ. Φ. 127, Ω. 411 καὶ Ἀττ.· μετὰ γεν., φαγεῖν μέρος ἔκ τινος πράγματος, Ὀδ. Ι. 102, Ο. 373, Αἰσχύλ. Ἱκ. 226· ἀπό τινος Ἑβδ. (Γεν. Βϳ, 16). ΙΙ. καταβιβρώσκω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω, καταδαπανῶ, Ὀδ. Β. 76. Δ. 33· ― ὑπάρχει καὶ μεταγεν. Ἑλληνιστικὸς τύπος φάγομαι, Ἑβδ. (Ροὺθ Βϳ, 14), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδϳ, 15· βϳ ἑνικ. φάγεσαι, αὐτόθι ιζϳ, 8· κεῖται δὲ ἀντὶ ἐνεστ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛϚϳ, 23)· καὶ φαγοῦμαι παρὰ τοῖς αὐτ. (Γέν. Γϳ, 2)· ― ὑπάρχει καὶ ἐνεργ. ἐνεστ. εὐκτ. φαγέοις παρὰ τῷ Ψευδοφωκυλ. 157 (ἀλλ’ ὁ Bgk. διάγοις), μέλλ. φαγήσω, Λιβάν. 3. 124.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
φᾰγεῑν defect. aor.,
1 have eaten κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.51)
Greek Monolingual
και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α
1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.)
2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β' ἔ-φαγ-ον (απρμφ. φαγεῖν) του ρ. ἐσθίω «τρώγω» ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhag- με αρχική σημ. «διανέμω, διαιρώ, μοιράζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajati «διαιρώ»), από όπου προήλθε η σημ. «καθορίζω ή λαμβάνω ως μερίδιο, ως τμήμα, ως μερίδα» και μέσω αυτής η ρίζα έλαβε τελικά και τη σημ. «τρώγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajate «λαμβάνω ένα μέρος, επωφελούμαι», bhak-ta- «μερίδα, γεύμα, τροφή», bhaksati «τρώγω, πίνω, επωφελούμαι», bhaga- «ιδιοκτησία, καλοτυχία», αβεστ. baga- / baγa- «τμήμα, καλοτυχία»)].