ὑπωπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(strοng)
(44)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[ὑπό]] and a derivative of [[ὀπτάνομαι]]; to [[hit]] [[under]] the [[eye]] ([[buffet]] or [[disable]] an [[antagonist]] as a [[pugilist]]), i.e. ([[figuratively]]) to [[tease]] or [[annoy]] ([[into]] [[compliance]]), [[subdue]] ([[one]]'s passions): [[keep]] [[under]], [[weary]].
|strgr=from a [[compound]] of [[ὑπό]] and a derivative of [[ὀπτάνομαι]]; to [[hit]] [[under]] the [[eye]] ([[buffet]] or [[disable]] an [[antagonist]] as a [[pugilist]]), i.e. ([[figuratively]]) to [[tease]] or [[annoy]] ([[into]] [[compliance]]), [[subdue]] ([[one]]'s passions): [[keep]] [[under]], [[weary]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ὑπώπιον]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στο [[πρόσωπο]] και, [[ιδίως]], [[κάτω]] από τα μάτια, [[μαυρίζω]] σε κάποιον το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]]<br />β) [[δαμάζω]] («ἀλλ' [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπωπιάζομαι</i><br />α) έχω μαυρισμένο [[μάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> πλήττομαι [[σφόδρα]] («[[δαιμονίως]] ὑπωπιασμέναι ἀπαξάπασαι αἱ πόλεις», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπωπιάζω Medium diacritics: ὑπωπιάζω Low diacritics: υπωπιάζω Capitals: ΥΠΩΠΙΑΖΩ
Transliteration A: hypōpiázō Transliteration B: hypōpiazō Transliteration C: ypopiazo Beta Code: u(pwpia/zw

English (LSJ)

   A strike one under the eye, give him a black eye:—Pass., have a black eye, ὑπωπιασμέναι Ar.Pax541, cf. Arist.Rh.1413a20, D.L.6.89.    II metaph., bruise, mortify, 1 Ep.Cor.9.27; also, annoy greatly, wear out, τινα Ev.Luc.18.5, cf. Plu.2.921f (corr. Turnebus for ὑποπιέζω).

German (Pape)

[Seite 1241] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπωπιάζω: μέλλ. -άσω, τύπτω τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, μωλωπίζω τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν εἶναι συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ ὑπώπιον» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., δαμάζω, νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· ὡσαύτως, ἐνοχλῶ μεγάλως, βασανίζω, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F (ἔνθα ἕτεροι ὑποπιέζω), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.

French (Bailly abrégé)

1 frapper sous les yeux, pocher les yeux;
2 p. ext. molester.
Étymologie: ὑπώπιον.

English (Strong)

from a compound of ὑπό and a derivative of ὀπτάνομαι; to hit under the eye (buffet or disable an antagonist as a pugilist), i.e. (figuratively) to tease or annoy (into compliance), subdue (one's passions): keep under, weary.

Greek Monolingual

Α ὑπώπιον
1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι
2. μτφ. α) βασανίζω
β) δαμάζω («ἀλλ' ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ)
3. παθ. ὑπωπιάζομαι
α) έχω μαυρισμένο μάτι
β) μτφ. πλήττομαι σφόδραδαιμονίως ὑπωπιασμέναι ἀπαξάπασαι αἱ πόλεις», Αριστοφ.).