συνθηρεύω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_3) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθηρεύω''': [[συνθηράω]], συγκυνηγῶ, Πλάτ. Πολ. 451D· σ. [[ὥσπερ]] κύνες [[αὐτόθι]] 466C. 2) [[συλλαμβάνω]] ἢ [[κερδαίνω]] [[ὁμοῦ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 971· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, [[μίμησις]] ἤδη [[ταῦτα]] συνθηρεύεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 156. | |lstext='''συνθηρεύω''': [[συνθηράω]], συγκυνηγῶ, Πλάτ. Πολ. 451D· σ. [[ὥσπερ]] κύνες [[αὐτόθι]] 466C. 2) [[συλλαμβάνω]] ἢ [[κερδαίνω]] [[ὁμοῦ]], Εὐρ. Ἀποσπ. 971· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, [[μίμησις]] ἤδη [[ταῦτα]] συνθηρεύεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 156. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθηρεύω Α<br /><b>1.</b> [[κυνηγώ]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] [[μετά]] από προσπάθειες που [[καταβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θηρεύω]] «[[κυνηγώ]], [[συλλαμβάνω]], [[επιδιώκω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i> «[[θηρίο]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A = συνθηράω, Pl.R.451d; σ. ὥσπερ κύνες ib.466d. 2 catch or win together, E.Fr.981.5:— Med., quest after, reach by efforts, ἃ δ' οὐ κεκτήμεθα, μίμησις . . ταῦτα συνθηρεύεται Ar.Th.156. 3 catch hold of, gather up, φαίνεται τὸ λιπαρὸν . . τὰ κάρφη καὶ τὰ τοιαῦτα συνθηρεύειν Diocl.Fr.147.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρεύω: συνθηράω, συγκυνηγῶ, Πλάτ. Πολ. 451D· σ. ὥσπερ κύνες αὐτόθι 466C. 2) συλλαμβάνω ἢ κερδαίνω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 971· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 156.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθηρεύω Α
1. κυνηγώ μαζί με κάποιον άλλο
2. συλλέγω, συναθροίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
3. μτφ. αποκτώ κάτι μετά από προσπάθειες που καταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θηρεύω «κυνηγώ, συλλαμβάνω, επιδιώκω» (< θήρ «θηρίο»)].