τετανός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> étendu, allongé, long;<br /><b>2</b> rigide;<br /><b>3</b> lisse, uni, sans pli <i>ou</i> sans ride.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> étendu, allongé, long;<br /><b>2</b> rigide;<br /><b>3</b> lisse, uni, sans pli <i>ou</i> sans ride.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> [[ομαλός]], [[λείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό <i>τε</i>- <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ταν</i>- του [[τείνω]]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />[[τετανόθριξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[τετανόθριξ]]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνός Medium diacritics: τετανός Low diacritics: τετανός Capitals: ΤΕΤΑΝΟΣ
Transliteration A: tetanós Transliteration B: tetanos Transliteration C: tetanos Beta Code: tetano/s

English (LSJ)

ή, όν, (τείνω, τανύω)

   A stretched, rigid, Hp.Fract.2 (Sup.); straightened, smooth, ἔρφος, ῥινός, Nic.Al.343,464; πῆχυς AP6.204 (Leon.); φύλλον Thphr.HP3.11.1; θρίδαξ Lycus ap.Ath.2.69e; τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Crito ap.Gal.12.825; f.l.in E.Fr.472.6 (anap., codd. Erot.).    II = τετανόθριξ, PPetr.3p.2, al. (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.), PLond.3.879.17 (ii B.C.), PAmh.2.51.22 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1096] gespannt, gestreckt, ausgespannt, angespannt, dah. glatt, ohne Runzel; καὶ καθαρὸν πρόσωπον, Galen., s. Jac. A. P. p. 512; ἔρφος, gespannte Haut, Nic. Al. 343, vgl. 464; πρίων, Leon. Tar. 28 (VI, 204), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνός: -ή, -όν, (τείνω, τανύω) τεταμένος, τεντωμένος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· τεντωμένος, ὁμαλός, λεῖος, ἔρφος, ῥινὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 343, 464· πρίων Ἀνθολ. Π. 6. 204· φύλλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 11, 2· τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étendu, allongé, long;
2 rigide;
3 lisse, uni, sans pli ou sans ride.
Étymologie: τείνω.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. τεντωμένος
2. ομαλός, λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό τε- < συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω].———————— (II)
-ή, -όν, Α
τετανόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί κατ' αποκοπή από το σύνθ. τετανόθριξ].