σχοινοτενής: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(SL_2) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σχοινοτενής]] (f. — τένεια) <br /> <b>1</b> stretched [[out]] [[like]] a [[rope]], [[long]] [[drawn]] [[out]] πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1. | |sltr=[[σχοινοτενής]] (f. — τένεια) <br /> <b>1</b> stretched [[out]] [[like]] a [[rope]], [[long]] [[drawn]] [[out]] πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει [[μεγάλη]] [[έκταση]] και, [[ιδίως]] για λόγο, [[μακροσκελής]], [[εκτενής]], [[εκτεταμένος]], [[διεξοδικός]] (α. «[[σχοινοτενής]] [[διάλεξη]]» β. «[[σχοινοτενής]] [[περίοδος]] λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.<br />δ. «σχοινοτενὲς [[κῶλον]]», Ερμογ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]] σαν το [[σχοινί]] με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τεντωμένος]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>3.</b> πλεγμένος από [[σχοινιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχοινοτενώς</i> / <i>σχοινοτενῶς</i> ΝΑ<br />εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>τένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευθυ</i>-<i>τενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (τείνω)
A stretched out like a measuring line: hence, I drawn in a straight line, διώρυχες, διέξοδοι, Hdt.1.189,199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to draw a straight line, Id.7.23. 2 metaph., stretched out, prolix, ἄσματα Philostr.Her.19.17; ἔννοιαι Eust.946.8; of rhetorical κῶλα exceeding a certain length, Hermog.Inv.1.5,4.4. Adv. -τενῶς ib. 4.3. II twisted or plaited of rushes, σπυρίδες AP6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1057] ές, ausgespannt wie ein Strick, eine Meßruthe, dah. – 1) grade, in grader Richtung, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, Her. 1, 189, vgl. 199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, in grader Linie abstecken, eine grade Linie ziehen, 7, 23; διέξοδοι u. ä., Sp. – Dah. = lang gedehnt, in die Länge gezogen; auch von Sätzen, Redegliedern, Gesängen; in diesem Sinne hat Pind. frg. 47 ein bes. fem. σχοινοτένεια gebildet. – 2) wie σχοινότονος, mit Binsen bespannt, von Binsen geflochten, σπυρίδες Philp. 22 (VI, 5).
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοτενής: -ές, (τείνω) ἐκτεταμένος ὡς ὁ σχοῖνος δι’ οὗ μετρεῖ τις, ὅθεν, 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ μῆκος, πολὺ ἐκτεταμένος, μακρός, ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.
Étymologie: σχοῖνος, τείνω.
English (Slater)
σχοινοτενής (f. — τένεια)
1 stretched out like a rope, long drawn out πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
μτφ. αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει μεγάλη έκταση και, ιδίως για λόγο, μακροσκελής, εκτενής, εκτεταμένος, διεξοδικός (α. «σχοινοτενής διάλεξη» β. «σχοινοτενής περίοδος λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.
δ. «σχοινοτενὲς κῶλον», Ερμογ.)
αρχ.
1. τεντωμένος σαν το σχοινί με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις
2. (κατ' επέκτ.) τεντωμένος σε ευθεία γραμμή
3. πλεγμένος από σχοινιά.
επίρρ...
σχοινοτενώς / σχοινοτενῶς ΝΑ
εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τενής (< αμάρτυρο τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ-τενής].