φθινάς: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui fait dépérir, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]]. | |btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui fait dépérir, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει [[προς]] το [[τέρμα]] («[[οὐδέ]] λάθει μηνῶν φθινὰς [[ἁμέρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτή που επιφέρει [[ελάττωση]] ή [[φθορά]] ή και [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> α) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[νόσος]]) [[φθίση]], [[φυματίωση]]<br />β) ([[χωρίς]] τη λ. [[νόσος]]) [[συγκέντρωση]] πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό [[σημείο]] του σώματος, [[εμπύημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθιν</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἰκμ</i>-<i>άς</i>, <i>ψεκ</i>-<i>άς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (φθίνω) intr.,
A wasting, waning, μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl.779 (lyr.); φ. ὥρα Heraclit.All.71; ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8. II Act., wasting, νόσοι S.Ant.819 (anap.); τηκεδόνες Ph. 2.432; φ. νόσος, technically, consumption, = φθίσις, Hp.Gland.14 (pl.), Paus.5.26.5; and without νόσος, Hp.Mul.1.2; also; = empyema, Ruf.Ren.Ves.2.36.
German (Pape)
[Seite 1271] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, σελήνη, ἡμέρα u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, νόσος, die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνάς: -άδος, ἡ, (φθίνω) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ τέλος ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. ἡμέρα Εὐρ. Ἡρακλ. 779· φ. ὥρα Ἡρακλ. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. νόσος, ὡς τεχνικὸς ὅρος, = φθίσις, Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ ἄνευ τοῦ νόσος, Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. φθινώδης.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
qui fait dépérir, qui consume.
Étymologie: φθίνω.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση
3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση
β) (χωρίς τη λ. νόσος) συγκέντρωση πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό σημείο του σώματος, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ἰκμ-άς, ψεκ-άς)].