ὑπαίθριος: Difference between revisions

From LSJ
(SL_2)
(43)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὑπαίθριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in the [[open]] [[air]] ἐκάλεσσε [[Ποσειδᾶν]]' εὐρυβίαν νυκτὸς [[ὑπαίθριος]] (O. 6.61)
|sltr=[[ὑπαίθριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in the [[open]] [[air]] ἐκάλεσσε [[Ποσειδᾶν]]' εὐρυβίαν νυκτὸς [[ὑπαίθριος]] (O. 6.61)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίθριος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α [[ύπαιθρος]]<br />αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «[[υπαίθριος]] [[κινηματογράφος]]» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπαίθρια ζωγραφική»<br />(καλ. τεχν.) ο [[υπαιθρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπαίθριον</i><br />το ύπαιθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπαιθρίως</i> και <i>υπαίθρια</i> Ν<br />στο ύπαιθρο.
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαίθριος Medium diacritics: ὑπαίθριος Low diacritics: υπαίθριος Capitals: ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ
Transliteration A: hypaíthrios Transliteration B: hypaithrios Transliteration C: ypaithrios Beta Code: u(pai/qrios

English (LSJ)

ον, also α, ον E.Andr.227: (αἰθήρ):—

   A under the sky, in the open air, Pi.O.6.61; ὑ. κατακοιμηθῆναι Hdt.4.7, cf. Th.1.134; of troops, Hdt.7.119, X.An.5.5.21, 7.6.24: also of things, λύχνα καίειν ὑπαίθρια Hdt.2.62; τῶν ὑ. πάγων δρόσων τε A.Ag.335; ὑπαιθριοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Id.Pr.113; ὑ. δρόσος E. l.c.; ὑ. δεξαμεναί, opp. ὑπόστεγοι, Pl.Criti.117b; ἔστι . . ὑ. τὸ στιππύον ἐρριμμένον PSI 4.404.7 (iii B.C.); ὑ. ἔργα outdoor work, X.Oec.7.20:—in the open, in public, ὑπαίθριος πεῖραν αὑτοῦ διδούς Luc.Apol.14.    II as Subst., ἐν ὑπαιθρίῳ, = ἐν ὑπαίθρῳ, Gal.6.94, cf. Hdn.Epim.140.

German (Pape)

[Seite 1180] auch 3 Endgn, Eur. Andr. 226, vgl. Lob. Phryn. 251, wie das Folgde, unter freiem Himmel; νυκτὸς ὑπαίθριος Pind. Ol. 6, 61; λύχνα καίουσι ὑπαίθρια Her. 2, 62; ὑπαίθριος κατεκοιμήθη 4, 7; ἡ στρατιὴ ἔσκε ὑπαίθριος 7, 119; ὑπαίθριος δεσμοῖσι πασσαλευτὸς ὤν Aesch. Prom. 113; πάγοι Ag. 326; Thuc. 1, 134; ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος Plat. Conv. 203 d, vgl. Critia. 117 a; Pol. 16, 12, 3; ὑπ. ἔργα = αἱ ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίαι, Xen. Oec. 7, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαίθριος: -ον, καὶ α, ον, Εὐρ. Ἀνδρ. 227· (αἰθήρ)· - ὁ ἐν ὑπαίθρῳ, ἔξω ὑπὸ τὸν οὐρανόν, οὐχὶ ὑπὸ στέγην, Πινδ. Ο. 6. 104· ὑπ. κατακοιμηθῆναι, ἐπὶ στρατοῦ, Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. 7. 119, Θουκ. 1. 134, Ξενοφ., κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ὑπαίθρια λύχνα καίειν Ἡρόδ. 2. 62· τῶν ὑπ. πάγων δρόσων τε Αἰσχύλ. Ἀγ. 335· ὑπαιθρίοις δεσμοῖσι πασσαλευτὸς ὢν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 113· ὑπ. δρόσος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπ. δεξαμεναί, ἀντίθετον τῷ ὑπόστεγοι, Πλάτ. Κριτί. 117Α, κλπ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἀντὶ αἴθρια ὁ Βöckh διορθοῖ πάγων ὑπαίθρεια... βέλη, χάριν τοῦ μέτρου (πρβλ. ἐπινύμφειος, ἐπινίκειος). - Ὁ Jebb παρεδέξατο τὴν διόρθωσιν τοῦ Helmke ἐναίθρεια. ΙΙ. ὡς οὐσιστ., ἐν τῷ ὑπαιθρίῳ = ἐν ὑπαίθρῳ, Γαλην. - Πρβλ. ὕπαιθρος.

French (Bailly abrégé)

ος poét. α, ον :
c. ὕπαιθρος.

English (Slater)

ὑπαίθριος
   1 in the open air ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος (O. 6.61)

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίθριος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α ύπαιθρος
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «υπαίθρια ζωγραφική»
(καλ. τεχν.) ο υπαιθρισμός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαίθριον
το ύπαιθρο.
επίρρ...
υπαιθρίως και υπαίθρια Ν
στο ύπαιθρο.