ὑποθάλπω: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=échauffer doucement <i>ou</i> au fond.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θάλπω]]. | |btext=échauffer doucement <i>ou</i> au fond.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θάλπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποθάλπω]], ΝΑ [[θάλπω]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] [[κάτι]] [[ελαφρώς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβάλλω]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], στη [[διατήρηση]] ή στην [[έξαψη]] ενός συναισθήματος ή πάθους, [[υποδαυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συντηρώ]] ή [[τροφοδοτώ]] κάποιον [[κρυφά]] («[[υποθάλπω]] ληστή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[θερμαίνω]] λίγο [[κάτι]] το οποίο [[κρατώ]] καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] κάποιον («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
A heat inwardly, ὑπό μ' αὖ . . μανίαι θάλπουσ' A.Pr.878 (anap.); ὑ. τινὰ τέχνῃ Philostr.VA1.34; warm up, in literal sense, Ruf. Sat.Gon.22. 2 light or kindle secretly, ἐλπίδα τινός Ael.Fr. 306:—Pass., glow under, τέφρη (sc. ἁρπάζουσα) πῦρ ὑποθαλπόμενον AP12.92 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1217] ein wenig od. gelinde erwärmen; in tmesi bei Aesch., ὑπό μ' αὖ μανίαι θάλπουσι Prom. 880; τέφρῃ πῦρ ὑποθάλπεται Mel. 4 (XII, 92).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθάλπω: μέλλ. -ψω, ἐσωτερικῶς θερμαίνω, ὑπό μ’ αὖ... μανίαι θάλπουσιν Αἰσχύλ. Προμ. 880· ὑπ. τινὰ τέχνῃ Φιλόστρατος 43. 2) ἀνάπτω, ἐξάπτω κρυφίως, ἐλπίδα Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ὠδίν. ― Παθητ., καίομαι ὑποκάτωθεν, τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον, καιόμενον ὑπὸ τὴν τέφραν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 92.
French (Bailly abrégé)
échauffer doucement ou au fond.
Étymologie: ὑπό, θάλπω.
Greek Monolingual
ὑποθάλπω, ΝΑ θάλπω
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).