ὑπήνη: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />barbe de la lèvre supérieure, moustache, <i>p. ext.</i> barbe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], *ἥνη, primitif de [[ἡνίον]].
|btext=ης (ἡ) :<br />barbe de la lèvre supérieure, moustache, <i>p. ext.</i> barbe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], *ἥνη, primitif de [[ἡνίον]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπήνη]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που στερεώνει τον πρόβολο του ιστιοφόρου [[πάνω]] από τον θαλασσομάχο, κν. [[μουστάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του προσώπου [[ανάμεσα]] στο [[επάνω]] [[χείλι]] και στη [[μύτη]], όπου φυτρώνει το [[μουστάκι]] («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> τα γένεια, η [[γενειάδα]] («τήν ὑπήνην ἄκουρον τρέφειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ουρανίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>ὑπ</i>-<i>ήνη</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. λ. <i>ἀπ</i>-<i>ήνη</i>, <i>γλ</i>-<i>ήνη</i>, <i>σαγ</i>-<i>ήνη</i>) [[είναι]] πιθ. δάνεια λ., η οποία συνδέθηκε παρετυμολογικώς με την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i>. Οι συνδέσεις της λ. με ένα αμάρτυρο προσηγορικό <i>ἦνος</i> / <i>ἆνος</i> με σημ. «[[πρόσωπο]]», το οποίο απαντά πιθ. ως β' συνθετικό στα επίθ. [[ἀπηνής]], [[πρηνής]], [[προσηνής]], [[σαφηνής]] (<b>βλ. λ.</b> [[πρηνής]]) ή με το ρωσ. <i>us</i> «[[μουστάκι]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, παρλλ. [[προς]] τον τ. [[ὑπήνη]] χρησιμοποιούνται στην Ελληνική οι τ. [[μύσταξ]], [[γένειον]] και [[πώγων]], οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημασιολογικές διαφορές [[μεταξύ]] τους].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπήνη Medium diacritics: ὑπήνη Low diacritics: υπήνη Capitals: ΥΠΗΝΗ
Transliteration A: hypḗnē Transliteration B: hypēnē Transliteration C: ypini Beta Code: u(ph/nh

English (LSJ)

ἡ, prop.

   A hair on the upper lip (which is the first to grow, cf. sq.), moustache, distd. from πώγων, Eub.100, cf. Phot., Suid.: generally, beard, A.Fr.27; τὴν ὑ. ἄκουρον τρέφων Ar.V.476 (lyr.); μολύνων τὴν ὑ. Id.Eq.1286 (troch.); ἕλκοντες ὑπήνας letting the beard grow long, trailing beards, Id.Lys.1072; ἄναξ ὑπήνης, of one with a huge beard, Pl.Com.122.    2 in Arist.HA518b18, it seems to mean the upper lip, καὶ τὴν ὑ. καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν, cf. Theoc.20.22.

German (Pape)

[Seite 1205] ἡ, der Theil des Gesichts unter der Nase, die Oberlippe, Aesch. frg. 25; od. nach Andern der ganze Raum zur Seite der Nase, wo der Schnurrbart u. der Backenbart wächst, dah. Bart, bes. Schnurrbart; ὑπήνας ἕλκειν, die Bärte lang wachsen lassen, Ar. Lys. 1072; ἄκουρος Vesp. 477; τὰς ὑπήνας ἀνειμένας ἐᾶν D. Sic. 5, 28; a. Sp. – Man leitet es von ἥνη, ἡνίον ab, der unter dem Zaume befindliche Theil.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήνη: ἡ, κυρίως ἡ τοῦ ἄνω χείλους τρίχωσις, αἱ ὑπὲρ τὸ ἄνω χεῖλος τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. ὑπηνήτης), ὁ μύσταξ κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ καθόλου, ὁ πώγων, ἡ γενειάς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· ἄναξ ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω χεῖλος, καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὴν ῥῖνα).).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
barbe de la lèvre supérieure, moustache, p. ext. barbe.
Étymologie: ὑπό, *ἥνη, primitif de ἡνίον.

Greek Monolingual

η / ὑπήνη, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο του ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι
αρχ.
1. το μέρος του προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν», Αριστοτ.)
2. τα γένεια, η γενειάδα («τήν ὑπήνην ἄκουρον τρέφειν», Αριστοτ.)
3. ο ουρανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑπ-ήνη (για το επίθημα πρβλ. και τις επίσης αβέβαιης ετυμολ. λ. ἀπ-ήνη, γλ-ήνη, σαγ-ήνη) είναι πιθ. δάνεια λ., η οποία συνδέθηκε παρετυμολογικώς με την πρόθεση ὑπό. Οι συνδέσεις της λ. με ένα αμάρτυρο προσηγορικό ἦνος / ἆνος με σημ. «πρόσωπο», το οποίο απαντά πιθ. ως β' συνθετικό στα επίθ. ἀπηνής, πρηνής, προσηνής, σαφηνής (βλ. λ. πρηνής) ή με το ρωσ. us «μουστάκι» δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, παρλλ. προς τον τ. ὑπήνη χρησιμοποιούνται στην Ελληνική οι τ. μύσταξ, γένειον και πώγων, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημασιολογικές διαφορές μεταξύ τους].