ἄδμητος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Autenrieth) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[unbroken]], [[not]] [[yet]] brought [[under]] the [[yoke]]. | |auten=[[unbroken]], [[not]] [[yet]] brought [[under]] the [[yoke]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄδμητος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί [[ἀδάματος]]· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, [[αχαλιναγώγητος]], [[αδάμαστος]]· <i>βοῦν ἀδμήτην</i>, ἣν [[οὔπω]] ὑπὸ [[ζυγόν]], ἤγαγεν [[ἀνήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀδμής]], λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, poet. for ἀδάματος, in Hom. only in fem. and of cattle,
A unbroken, βοῦν ἦνιν . . ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293, Od.3.383; ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266; ἡμίονον ib.655. 2 unwedded, of maidens, παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82, cf. 133, A.Supp.149; of Artemis, τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El.1239 (lyr.); of Atalanta, τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC1321.
German (Pape)
[Seite 36] η, ον, dasselbe, Hom. nur accus. sing. fem., ἡμίονος Il. 23, 655, βοῦς 10, 293 Od. 3, 383, ἵππος Iliad. 23, 266; unvermählt, Aesch. Suppl. 140; Ἄρτεμις Soph. El. 1231 O. C. 1323.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδμητος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀδάματος, παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ θηλ. καὶ ἐπὶ κτηνῶν, ἀδάμαστος, βοῦν ἦνιν ... ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν ἤγαγεν ἀνήρ, Ἰλ. Κ. 293, Ὀδ. Γ. 383· ἵππον ... ἑξέτε ‘ἀδμήτην, βρέφος ... κυέουσαν, Ἰλ. Ψ. 266· ἡμίονον ... ἑξέτε’ ἀδμήτην, ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι, αὐτόθι 655. 2) ὡς τὸ ἀδμής, ἀνύπανδρος, ἐπὶ νεανίδων, παρθένῳ ἀδμήτῃ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 82· πρβλ. 133, Αἰσχύλ. Ἱκ. 149· περὶ τῆς Ἀρτέμιδος· τὰν αἰὲν ἀδμήταν, Σοφ. Ἠλ. 1239, περὶ τῆς Ἀταλάντης, τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1321. ΙΙ. Ἄδμητος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ὅμ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: ἀ, δάμνημι.
English (Autenrieth)
unbroken, not yet brought under the yoke.
Greek Monotonic
ἄδμητος: -η, -ον,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, αχαλιναγώγητος, αδάμαστος· βοῦν ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν, ἤγαγεν ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, στον ίδ.
2. όπως το ἀδμής, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.