αἰσχρουργία: Difference between revisions
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἰσχρουργία]]) [[αἰσχρουργός]]<br /><b>1.</b> αναίσχυντη [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> αισχρή [[πράξη]], [[ακολασία]]. | |mltxt=η (Α [[αἰσχρουργία]]) [[αἰσχρουργός]]<br /><b>1.</b> αναίσχυντη [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> αισχρή [[πράξη]], [[ακολασία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰσχρουργία:''' ἡ (*[[ἔργω]]), ξεδιάντροπη [[συμπεριφορά]], αναίσχυντη [[διαγωγή]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102. II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 conducta obscena μαινάδων E.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
2 acción obscena, obscenidad ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.
Greek Monolingual
η (Α αἰσχρουργία) αἰσχρουργός
1. αναίσχυντη διαγωγή
2. αισχρή πράξη, ακολασία.
Greek Monotonic
αἰσχρουργία: ἡ (*ἔργω), ξεδιάντροπη συμπεριφορά, αναίσχυντη διαγωγή, σε Ευρ.