ἀγχίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(big3_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da la vuelta rápidamente]] ἰκτῖνος Thgn.1261.<br /><b class="num">2</b> [[cambiante]], [[que cambia rápidamente]] μεταβολή un cambio súbito</i> Th.2.53, Ael.<i>VH</i> 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.<i>Goth</i>.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.288.10.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ.<br /><b class="num">1</b> ret. [[facilidad para la transición]] de Homero, Longin.27.3.<br /><b class="num">2</b> fig. [[giro]], [[cambio]], [[vuelco de una situación]] τῆς μάχης Sch.Er.<i>Il</i>.11.318.<br /><b class="num">III</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. ἀγχίστροφα [[en sentido contrario]] ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.<br /><b class="num">2</b> -ως ret. [[de manera cambiante]] ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da la vuelta rápidamente]] ἰκτῖνος Thgn.1261.<br /><b class="num">2</b> [[cambiante]], [[que cambia rápidamente]] μεταβολή un cambio súbito</i> Th.2.53, Ael.<i>VH</i> 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.<i>Goth</i>.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.288.10.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ.<br /><b class="num">1</b> ret. [[facilidad para la transición]] de Homero, Longin.27.3.<br /><b class="num">2</b> fig. [[giro]], [[cambio]], [[vuelco de una situación]] τῆς μάχης Sch.Er.<i>Il</i>.11.318.<br /><b class="num">III</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. ἀγχίστροφα [[en sentido contrario]] ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.<br /><b class="num">2</b> -ως ret. [[de manera cambiante]] ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχίστροφος Medium diacritics: ἀγχίστροφος Low diacritics: αγχίστροφος Capitals: ΑΓΧΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anchístrophos Transliteration B: anchistrophos Transliteration C: agchistrofos Beta Code: a)gxi/strofos

English (LSJ)

ον,

   A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261.    2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. -φως Longin.22.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que da la vuelta rápidamente ἰκτῖνος Thgn.1261.
2 cambiante, que cambia rápidamente μεταβολή un cambio súbito Th.2.53, Ael.VH 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.Goth.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.Hom. in Eccl.288.10.
II subst. τὸ ἀ.
1 ret. facilidad para la transición de Homero, Longin.27.3.
2 fig. giro, cambio, vuelco de una situación τῆς μάχης Sch.Er.Il.11.318.
III adv.
1 neutr. plu. ἀγχίστροφα en sentido contrario ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.
2 -ως ret. de manera cambiante ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1.

Greek Monotonic

ἀγχίστροφος: -ον (στρέφω),
1. αυτός που στρέφεται πλησίον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, λέγεται για γεράκι, σε Θέογν.
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ξαφνικός, αιφνίδιος, σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ξαφνικά, αιφνιδίως, σε Ηρόδ.