αἰσχρολογία: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἰσχρολογία]]) [[αἰσχρολόγος]]<br />το να χρησιμοποιεί [[κανείς]] αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, [[βωμολοχία]], [[χυδαιολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισχρός]], [[άσχημος]] [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[βρισιά]], [[λοιδορία]].
|mltxt=η (Α [[αἰσχρολογία]]) [[αἰσχρολόγος]]<br />το να χρησιμοποιεί [[κανείς]] αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, [[βωμολοχία]], [[χυδαιολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισχρός]], [[άσχημος]] [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[βρισιά]], [[λοιδορία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχρολογία:''' ἡ, αισχρή [[ομιλία]], [[υβρεολόγιο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρολογία Medium diacritics: αἰσχρολογία Low diacritics: αισχρολογία Capitals: ΑΙΣΧΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: aischrología Transliteration B: aischrologia Transliteration C: aischrologia Beta Code: ai)sxrologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foul language, obscenity, X.Lac.5.6, Arist.EN1128a23.    2 abuse, Plb.8.11.8, cf. POxy.410.77, Ep.Col.3.8, Phld.Rh.1.176S., etc.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρολογία: ἡ, αἰσχρὰ καὶ φαύλη ὁμιλία, Ξεν. Λακ. 5. 6: ὕβρις, λοιδορία, Πολύβ. 8. 13. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 propos honteux ou obscènes;
2 propos injurieux.
Étymologie: αἰσχρός, λόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 obscenidad, lenguaje indecente X.Lac.5.6, de los cómicos ἦν γελοῖον ἡ αἰσχρολογία Arist.EN 1128a23, cf. Plb.12.13.3, Epict.Ench.33.
2 insulto κατὰ τῶν φίλων Plb.8.11.8, cf. 31.6.4, αἰ. καὶ δυσφήμία Phld.Rh.1.176, ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν Ep.Col.3.8, φεύγειν τὰς αἰσχρολογίας ret. en POxy.410.77, πολλὰς ἐ[σ] χρολογίας εἰς πρόσωπόν μου ἐξειπών BGU 909.11 (IV d.C.).

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from αἰσχρός and λόγος; vile conversation: filthy communication.

English (Thayer)

(ας, ἡ (from αἰσχρολόγος, and this from αἰσχρός and λέγω), foul speaking (Tertullian turpiloquium), low and obscene speech, (R. V. shameful speaking): Xenophon, Aristotle, Polybius) (Cf. Lightfoot at the passage; Trench, § xxxiv.)

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρολογία) αἰσχρολόγος
το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία
αρχ.
1. αισχρός, άσχημος λόγος
2. βρισιά, λοιδορία.

Greek Monotonic

αἰσχρολογία: ἡ, αισχρή ομιλία, υβρεολόγιο, σε Ξεν.