ἀκοστή: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκοστή]], η (Α)<br />το [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]], [[κατά]] τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το [[κριθάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[κοσταὶ]] «κριθαί» [[επίσης]] στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. [[είναι]] θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τ. όπως λατ. <i>acus</i>, -<i>eriς</i> «[[άγανο]], [[άχυρο]]», γοτθ. <i>ahs</i>, αρχ. γερμ. <i>ahir</i> «[[στάχυ]]» και πιθ. με το ελλ. [[ἄχνη]]. Η λ. μπορεί να αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. επιθέτου, με αρχ. σημ. «αυτή που έχει άγανα, αγανωτή, γενειωτή» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>Venest</i> «[[ονομασία]] φυτού» <span style="color: red;"><</span> <i>venestus</i>, -<i>a</i>, -<i>um</i> «[[ευειδής]], όμορφος») ή, κατ’ άλλους, ανάγεται στη ΙΕ [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», [[οπότε]] συγγενεύει με λ. όπως [[ἀκμή]], [[ἄκρος]], [[ἄκων]] κ.λπ. Με τη λ. <i>ἀκοσμὴ</i> συνδέονται τα ρ. <i>ἀκοστῶ</i> και ο τ. [[ἀκόστιλα]] «ελάχιστα» του Ησυχίου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκοστῶ</i>. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | |mltxt=[[ἀκοστή]], η (Α)<br />το [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]], [[κατά]] τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το [[κριθάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[κοσταὶ]] «κριθαί» [[επίσης]] στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. [[είναι]] θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τ. όπως λατ. <i>acus</i>, -<i>eriς</i> «[[άγανο]], [[άχυρο]]», γοτθ. <i>ahs</i>, αρχ. γερμ. <i>ahir</i> «[[στάχυ]]» και πιθ. με το ελλ. [[ἄχνη]]. Η λ. μπορεί να αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. επιθέτου, με αρχ. σημ. «αυτή που έχει άγανα, αγανωτή, γενειωτή» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>Venest</i> «[[ονομασία]] φυτού» <span style="color: red;"><</span> <i>venestus</i>, -<i>a</i>, -<i>um</i> «[[ευειδής]], όμορφος») ή, κατ’ άλλους, ανάγεται στη ΙΕ [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», [[οπότε]] συγγενεύει με λ. όπως [[ἀκμή]], [[ἄκρος]], [[ἄκων]] κ.λπ. Με τη λ. <i>ἀκοσμὴ</i> συνδέονται τα ρ. <i>ἀκοστῶ</i> και ο τ. [[ἀκόστιλα]] «ελάχιστα» του Ησυχίου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκοστῶ</i>. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκοστή:''' ἡ, [[κριθάρι]]. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A barley, Nic.Al.106. (Cypr. acc. to Hsch., but Thess. for grain of all kinds acc. to Sch.Il.6.506.)
German (Pape)
[Seite 78] ἡ (ἀκή, Hacheln, Buttm.), Gerste, plur., Nic. Al. 106. Nach Hesych. Cyprisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοστή: ἡ, κριθή, Νικ. Ἀλεξ. 106. (λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Κυπριακή· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· «ἀκοστή, κριθὴ παρὰ Κυπρίοις», Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
orge, plante.
Étymologie: DELG cf. ἄχνη, ἄχυρον.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἀγ- AB 213.4
• Prosodia: [ᾰ-]
1 cebada Nic.Al.106, chipr. según Hsch.
2 tes. gener. grano Sch.Er.Il.6.506.
• Etimología: Deriv. en *-s de la raíz *ak- (cf. 2 ἀκή, 1 ἄκμων), cf. lat. acus, -eris, gót. ahs ‘espiga’.
Greek Monolingual
ἀκοστή, η (Α)
το κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τ. όπως λατ. acus, -eriς «άγανο, άχυρο», γοτθ. ahs, αρχ. γερμ. ahir «στάχυ» και πιθ. με το ελλ. ἄχνη. Η λ. μπορεί να αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. επιθέτου, με αρχ. σημ. «αυτή που έχει άγανα, αγανωτή, γενειωτή» (πρβλ. λατ. Venest «ονομασία φυτού» < venestus, -a, -um «ευειδής, όμορφος») ή, κατ’ άλλους, ανάγεται στη ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, μυτερός, κοφτερός», οπότε συγγενεύει με λ. όπως ἀκμή, ἄκρος, ἄκων κ.λπ. Με τη λ. ἀκοσμὴ συνδέονται τα ρ. ἀκοστῶ και ο τ. ἀκόστιλα «ελάχιστα» του Ησυχίου.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκοστῶ. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκοστή: ἡ, κριθάρι. (άγν. προέλ.).