ἀλκυών: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλκυών]])<br /><b>βλ.</b> [[αλκυόνα]].
|mltxt=η (Α [[ἀλκυών]])<br /><b>βλ.</b> [[αλκυόνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλκυών:''' -όνος, ἡ, θαλάσσιο [[πτηνό]] που τρώει ψάρια, Λατ. [[alcedo]], σε Όμηρ. κ.λπ. (ο [[τύπος]] [[ἁλκυών]] είναι [[λανθασμένος]]).
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκυών Medium diacritics: ἀλκυών Low diacritics: αλκυών Capitals: ΑΛΚΥΩΝ
Transliteration A: alkyṓn Transliteration B: alkyōn Transliteration C: alkyon Beta Code: a)lkuw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, mythical bird, identified with the

   A kingfisher, Alcedo ispida, Il.9.563, Alcm. 26, Simon. 12, Ar.Av.251, Arist.HA542b4, Theoc.7.57. (Freq. written ἁλ- by false etymology from ἅλς, κυέω: ἁλκυδών Hdn. Gr.2.285.)

German (Pape)

[Seite 100] όνος, ἡ, att. ἁλκ., der Meereisvogel, alcedo hispida, Arist. H. A. 5, 8; Theocr. 7, 57. Den Mythus der Verwandlung dieses Vogels hat Apollod. 1, 7, 4; Luc. Halc. 1 (nach gew. Abl. von ἅλς u. κύω). Uebtr., Sängerin, bes. klagende, Ant. Sid. 50; Antip. Th. 32 (IX, 151. 567); sogar das Webschiff, ἱστῶν Παλλάδος ἀλκ. Ant. Sid. 26 (VI, 160).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκυών: -όνος, ἡ, θαλάσσιον ἰχθυοφάγον πτηνόν, πρῶτον ἐν Ἰλ. Ι. 563· πρβλ. Σιμων. 12, Ἀριστοφ. Ὄρν. 251, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 8, 8. (Τινὲς ἐδάσυναν τὴν λέξιν καὶ οὕτω μὲ δασεῖαν μετηνέχθη εἰς τὴν ἀγγλ. γλῶσσαν: halcyon· τοῦτο δὲ προῆλθε πιθανῶς ἐκ τῆς ἰδέας ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τοῦ ἅλς καὶ κύω (ἴδε ἀλκυονίς)· ἀλλ’ ὁ Λατ. τύπος alcedo ἐλέγχει τοῦτο ὡς ἐσφαλμένον· οὕτω καὶ Παλαιογερμ. alacra.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
att. ἁλκυών;
halcyon, oiseau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, κύειν.

English (Autenrieth)

όνος: halcyon, a sea-bird with plaintive note, Il. 9.563†.

English (Slater)

ἀλκυών
   1 halcyon bird test., Σ ad Ap. Rhod., 1. 1085, concerning the halcyon bird that foretold calm for Jason and the Argonauts εἴληφε δὲ τὰ περὶ τῶν ἁλκυόνων παρὰ Πινδάρου ἐκ Παιάνων· εὐλόγως δὲ ὄσσαν εἶπε τὴν τοῦ ἁλκυόνος φωνήν. ὑπὸ γὰρ Ἥρας ἦν ἀπεσταλμένη, ὥς φησι Πίνδαρος fr. 62.

Greek Monolingual

η (Α ἀλκυών)
βλ. αλκυόνα.

Greek Monotonic

ἀλκυών: -όνος, ἡ, θαλάσσιο πτηνό που τρώει ψάρια, Λατ. alcedo, σε Όμηρ. κ.λπ. (ο τύπος ἁλκυών είναι λανθασμένος).