ἀμαθύνω: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμαθύνω]] (Α) [[ἄμαθος]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε [[σκόνη]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[εξοντώνω]],<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σκεπάζω]]. | |mltxt=[[ἀμαθύνω]] (Α) [[ἄμαθος]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε [[σκόνη]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[εξοντώνω]],<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σκεπάζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμᾰθύνω:''' [ῡ] ([[ἄμαθος]]), μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] ισόπεδο με την άμμο, [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαλείφω]], [[εξομαλύνω]], <i>κόνιν</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in Q.S.14.645) aor.:—
A level with the dust, utterly destroy, πόλιν Il.9.593; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα A.Eu.937 (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα Theoc.2.26:—Pass., Q.S.2.334. 2 scatter like sand, h.Merc.140.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος) Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι ἰσόπεδον τῇ ἄμμῳ ἢ μεταβάλλω τι εἰς κόνιν, χῶμα, παντελῶς καταστρέφω· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν οὕτως ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ ἴχνος τοῦ πράγματος, ὁμαλίζω, κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ou ao.
réduire en poussière.
Étymologie: ἄμαθος.
English (Autenrieth)
(ἄμαθος): reduce to dust; πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, Il. 9.593†.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰθύνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 reducir a polvo o ceniza πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει Il.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645
•destruir, aniquilar ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.Eu.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.D.34.289, cf. Hsch.
•en v. med. reducirse, derrumbarse κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.
2 cubrir de arena κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza, h.Merc.140.
Greek Monolingual
ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]
1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω
2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,
3. επικαλύπτω, σκεπάζω.
Greek Monotonic
ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος), μόνο στον ενεστ. και παρατ.
1. κάνω κάτι ισόπεδο με την άμμο, καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
2. εξαλείφω, εξομαλύνω, κόνιν, σε Ομηρ. Ύμν.