ἀμφιμέλας: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιμέλας]], -αινα, -αν (Α)<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ. του [[φρένες]]) [[σκοτεινός]] από [[κάθε]] [[πλευρά]], [[μαύρος]], [[θολός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>-- <span style="color: red;">+</span> [[μέλας]]. | |mltxt=[[ἀμφιμέλας]], -αινα, -αν (Α)<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ. του [[φρένες]]) [[σκοτεινός]] από [[κάθε]] [[πλευρά]], [[μαύρος]], [[θολός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>-- <span style="color: red;">+</span> [[μέλας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφιμέλας:''' -[[μέλαινα]], -μέλᾰν, [[ολόμαυρος]]· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, πιθ. αναφέρεται στις <i>[[φρένες]]</i> ή το ανθρώπινο [[διάφραγμα]] που τυλίγεται στο [[σκοτάδι]], αυτός που εδράζει στο [[σκοτάδι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
-μέλαινα, -μέλᾰν,
A black all round: Hom. always epith. of φρένες (best written divisim, as by Alex. critics), darkened on either side, of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea. 2 generally, ἀ. κόνις coal-black dust, AP7.738 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμέλας: -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα μέλας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται ἐνιαχοῦ νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ ὅμως καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· ὥστε εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ λέξις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, ἤτοι τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.
French (Bailly abrégé)
αινα, αν;
tout obscurci ou aveuglé (par la colère, la douleur, etc.).
Étymologie: ἀμφί, μέλας.
Spanish (DGE)
-μέλαινα, -μέλαν
renegrido φρένες Od.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto AP 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. ἀμφὶ... φρένες en ἀμφί A I.
Greek Monolingual
ἀμφιμέλας, -αινα, -αν (Α)
(στον Όμ. πάντοτε ως επίθ. του φρένες) σκοτεινός από κάθε πλευρά, μαύρος, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-- + μέλας.
Greek Monotonic
ἀμφιμέλας: -μέλαινα, -μέλᾰν, ολόμαυρος· φρένες ἀμφιμέλαιναι, πιθ. αναφέρεται στις φρένες ή το ανθρώπινο διάφραγμα που τυλίγεται στο σκοτάδι, αυτός που εδράζει στο σκοτάδι.