ἀναντίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀναντίλεκτος]], -ον) [[ἀντιλέγω]]<br />αυτός που δεν επιδέχεται [[αντιλογία]], [[αναμφισβήτητος]], [[αναντίρρητος]].
|mltxt=-ο (Α [[ἀναντίλεκτος]], -ον) [[ἀντιλέγω]]<br />αυτός που δεν επιδέχεται [[αντιλογία]], [[αναμφισβήτητος]], [[αναντίρρητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναντίλεκτος:''' -ον, [[αναντίρρητος]], μη επιδεχόμενος [[αντιλογία]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναντίλεκτος Medium diacritics: ἀναντίλεκτος Low diacritics: αναντίλεκτος Capitals: ΑΝΑΝΤΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anantílektos Transliteration B: anantilektos Transliteration C: anantilektos Beta Code: a)nanti/lektos

English (LSJ)

ον,

   A undisputed, PHib.95.13; incontestable, Cic.QF 2.8.1, Luc.Eun.13; not to be opposed δεήσεις J.AJ19.1.4. Adv. -τως Aen.Tact.31.9, Str.13.3.6, Luc.Cal.6.

German (Pape)

[Seite 199] dem man nicht widersprechen kann, unwidersprechlich, causa, Cic. ad Quint. fr. 2, 10; Ios. Auch adv. -λέκτως, Strab. XIII.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναντίλεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντιλογίαν, Κικ. π. Κόϊντ. ἀδελφ. 2. 10, Λουκ. Εὐν. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Στράβ. 622.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incontestable.
Étymologie: ἀ, ἀντιλέγω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sobre lo que no hay disputa δραχμαί PHib.95.13 (III a.C.), cf. SB 6094.15, 6095.2 (III a.C.).
2 al que no puede oponerse, incontestable: causa Cic.QF 2.9.1, ἀπόδειξις Luc.Eun.13, ὑπόμνησις Hierocl.p.29
perentorio δεήσεις I.AI 19.24.
II adv. -ως incontestablemente ἀ. ἤλεγξεν Aen.Tact.31.9 ter, ἄξιος μνήμης ... ἀ. ... ἐστιν Str.13.3.6.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀναντίλεκτος, -ον) ἀντιλέγω
αυτός που δεν επιδέχεται αντιλογία, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος.

Greek Monotonic

ἀναντίλεκτος: -ον, αναντίρρητος, μη επιδεχόμενος αντιλογία, σε Λουκ.