ἀνάεδνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάεδνος]], η (Α)<br />(για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] ομηρική και υπάρχουν [[τρεις]] δυνατές εκδοχές για την [[ετυμολογία]] της: α) [[ἀνάεδνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἕδνα</i> «[[προίκα]]» β) ο τ. [[ἀνάεδνος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. [[ἀνέεδνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>εδνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἔεδνα]] «[[προίκα]]», αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνα</i>- γ) [[ἀνάεδνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄεδνος]] (Ι) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἕδνα</i> «[[προίκα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀνάελπτος]])].
|mltxt=[[ἀνάεδνος]], η (Α)<br />(για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] ομηρική και υπάρχουν [[τρεις]] δυνατές εκδοχές για την [[ετυμολογία]] της: α) [[ἀνάεδνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἕδνα</i> «[[προίκα]]» β) ο τ. [[ἀνάεδνος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. [[ἀνέεδνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>εδνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἔεδνα]] «[[προίκα]]», αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνα</i>- γ) [[ἀνάεδνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄεδνος]] (Ι) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἕδνα</i> «[[προίκα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀνάελπτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάεδνος:''' ἡ (ἔδνα), αυτός που δεν έχει γαμήλια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάεδνος Medium diacritics: ἀνάεδνος Low diacritics: ανάεδνος Capitals: ΑΝΑΕΔΝΟΣ
Transliteration A: anáednos Transliteration B: anaednos Transliteration C: anaednos Beta Code: a)na/ednos

English (LSJ)

ἡ,

   A without bride-price, Il.9.146, 13.366; also of the husband, bringing no gifts, Nonn.D.4.43, 48.633. (Prob. misspelt for ἀν-έϝεδνος.)

German (Pape)

[Seite 187] (vgl. Lob. ad Phryn. 728), Hom. dreimal, von einer Braut, welche der Bräutigam erhält, ohne für sie Brautgeschenke, ἕδνα, zu geben; Iliad. 9, 146. 288 τάων ἥν κ' ἐθέλῃσι (ἐθέλῃσθα), φίλην ἀνάεδνον ἀγέσθω (ἄγεσθαι) πρὸς οἶκον Πηλῆος; 13, 366 ᾕτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον, ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον, ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν. An dieser Stelle haben Einige verstanden, Kassandra solle von ihren Aeltern keine Mitgift (ἐπιμείλια) erhalten; aber s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle: ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστευόμενοι· διὸ οὗτος ὑποσχόμενος ἐξελάσαι τοὺς Ἕλληνας ἀνάεδνον αἰτεῖ την Κασσάνδραν; vgl. Scholl. Aristonic. 9, 146 u. Lehrs Aristarch. p. 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάεδνος: ἡ, ἄνευ δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, ἄνευ νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 (ἔνθα ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει ἀνέκθλιπτος πρὸ τοῦ ε ἕνεκα τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. ἀνάελπτος: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, ἐπειδὴ ἔεδνα εἶναι ὁ κοινότερος τύπος παρ’ Ὁμ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans présent de noce (du fiancé).
Étymologie: ἀνά, ἕδνον.

English (Autenrieth)

(ϝέδνα, see ἀν-, 2): without bridal gifts. Cf. ἕδνα. (Il.)

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Morfología: [sólo en ac. -ον]
sin dote, sin que se pague dote por ella, Il.9.146, 13.366, Hes.Fr.26.23, A.R.2.1149, Nonn.D.4.43, Hsch.

Greek Monolingual

ἀνάεδνος, η (Α)
(για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα- στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέεδνος < ἀν-έF-εδνος < ἀν- στερ. + ἔεδνα «προίκα», αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνα- γ) ἀνάεδνος < -προθεμ. + ἄεδνος (Ι) < - στερ. + ἕδνα «προίκα» (πρβλ. ἀνάελπτος)].

Greek Monotonic

ἀνάεδνος: ἡ (ἔδνα), αυτός που δεν έχει γαμήλια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.