ἀφειδία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀφειδία]]) [[αφειδής]]<br />[[έλλειψη]] φειδούς, [[αφθονία]], [[απλοχεριά]]<br />(αρχ.μσν.) η [[σκληραγωγία]] (του σώματος)<br /><b>μσν.</b><br />η [[υπερβολή]], η [[έλλειψη]] λιτότητας.
|mltxt=η (AM [[ἀφειδία]]) [[αφειδής]]<br />[[έλλειψη]] φειδούς, [[αφθονία]], [[απλοχεριά]]<br />(αρχ.μσν.) η [[σκληραγωγία]] (του σώματος)<br /><b>μσν.</b><br />η [[υπερβολή]], η [[έλλειψη]] λιτότητας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφειδία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αφθονία]], [[σπατάλη]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακομεταχείριση]], [[παραμέληση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφειδία Medium diacritics: ἀφειδία Low diacritics: αφειδία Capitals: ΑΦΕΙΔΙΑ
Transliteration A: apheidía Transliteration B: apheidia Transliteration C: afeidia Beta Code: a)feidi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A generosity, liberality, Pl.Def. 412c, Plu.2.762d.    2 unsparing treatment, σώματος Ep.Col.2.23.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, 1) Freigebigkeit, Plat. Def. 419 d. – 2) Schonungslosigkeit, Härte, τινός, gegen Einen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφειδία: ἡ, ἀφθονία, Πλάτ. Ὅροι 412C, Πλούτ. 2. 762D. 2) σκληραγωγία, σώματος Ἐπιστ. π. Κολοσσ. βʹ, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prodigalité, profusion.
Étymologie: ἀφειδής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 generosidad, largueza Pl.Def.412d, Plu.2.762e
despilfarro, derroche op. συμμετρία Isid.Pel.Ep.M.78.345B.
2 rigor, severidad para con c. gen. σώματος Ep.Col.2.23.

English (Strong)

from a compound of Α (as a negative particle) and φείδομαι; unsparingness, i.e. austerity (asceticism): neglecting.

Greek Monolingual

η (AM ἀφειδία) αφειδής
έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά
(αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος)
μσν.
η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας.

Greek Monotonic

ἀφειδία: ἡ,
1. αφθονία, σπατάλη, σε Πλάτ.
2. κακομεταχείριση, παραμέληση, σε Καινή Διαθήκη