γωρυτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)].
|mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γωρῡτός:''' ὁ, [[θήκη]] για τόξα, [[φαρέτρα]], [[σαϊτοθήκη]], σε Ομήρ. Οδ.· ως θηλ., σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωρῡτός Medium diacritics: γωρυτός Low diacritics: γωρυτός Capitals: ΓΩΡΥΤΟΣ
Transliteration A: gōrytós Transliteration B: gōrytos Transliteration C: gorytos Beta Code: gwruto/s

English (LSJ)

(ἡ AP6.34 (Rhian.)),

   A quiver, ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον αὐτῷ γωρυτῷ Od.21.54, cf. Lyc.458, AP6.34 (Rhian.), J.BJ3.5.5, Luc.Herc.1, Q.S.3.35; γ. πλήρεις ὀϊστῶν Anon. ap. Suid., cf.EM244.7; wrongly expld. as bow-case, Apollon.Lex., Eust.1898.21.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, der Bogenbehälter, Hom. einmal, Odyss. 21, 54, vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 56, 1; – Sp., wie Luc. Herc. 1; auch fem., Rhian. 8 (VI, 34).

Greek (Liddell-Scott)

γωρῡτός: ὁ, θήκη τόξου, ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον αὐτῷ γωρυτῷ Ὀδ. Φ. 54. 2) φαρέτρα, Λυκόφρ. 458· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 6. 34.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 étui d’arc;
2 carquois.
Étymologie: Benveniste : de deux mots iraniens, le premier signifiant « bœuf », le second « boyau » ou « peau d’animal écorché ».

Spanish (DGE)

(γωρῡτός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): γόρυτος Hsch.
carcaj, Od.21.54, Lyc.458, Rhian.66.3, I.BI 3.96, Apollon.900, Luc.Herc.1, X.Eph.1.2.6, Q.S.3.35, Hsch.

• Etimología: Seguramente es un prést. escita. Pero tb. se ha supuesto un comp. cuyo primer término sería el n. iran. del buey, cf. Γωβρύας n. pr. El segundo término < *rūta o *rauta atestiguado en iran. como ‘piel de animal desollado’.

Greek Monolingual

γωρυτός, ο (Α)
1. φαρέτρα
2. θήκη τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η κοινή αρχικά θήκη για το τόξο και τα βέλη με αποτέλεσμα αργότερα η λ. γωρυτός να σημαίνει τόσο «φαρέτρα» όσο και «θήκη τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική λέξη για το «βόδι» ενώ ως β' συνθετικό το ruta- ή rauta-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «έντερο» ή «γδαρμένο δέρμα ζώου» (πρβλ. περσ. rūda)].

Greek Monotonic

γωρῡτός: ὁ, θήκη για τόξα, φαρέτρα, σαϊτοθήκη, σε Ομήρ. Οδ.· ως θηλ., σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).