ἐναποσημαίνω: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναποσημαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] με [[κάτι]] ή σε [[κάτι]], [[σημειώνω]], [[αναφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτυπώνω]] [[κάτι]] σαν με [[σφραγίδα]], [[εντυπώνω]], [[εγχαράσσω]], [[εγγράφω]], [[σταμπάρω]]<br /><b>3.</b> (με παθ. [[σημασία]], αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι. | |mltxt=[[ἐναποσημαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] με [[κάτι]] ή σε [[κάτι]], [[σημειώνω]], [[αναφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτυπώνω]] [[κάτι]] σαν με [[σφραγίδα]], [[εντυπώνω]], [[εγχαράσσω]], [[εγγράφω]], [[σταμπάρω]]<br /><b>3.</b> (με παθ. [[σημασία]], αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐναποσημαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[υποδεικνύω]], [[δείχνω]], [[φανερώνω]] μέσα σε, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A indicate or point out in, ἱστορίᾳ Plu.Cim.2:—Med., impress or stamp on a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. Im.2.17, cf. Ph.1.291.
German (Pape)
[Seite 828] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσημαίνω: ἀποσημαίνω ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.
French (Bailly abrégé)
montrer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποσημαίνω.
Spanish (DGE)
I notificar, dar parte de πονηρεύματα ... οὐ δεῖ ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.Cim.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα Stud.Pal.22.183.36 (II d.C.).
II en v. med.
1 indicar, marcar σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.Im.2.17.4.
2 precisar ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.
Greek Monolingual
ἐναποσημαίνω (Α)
1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω
2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω
3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.
Greek Monotonic
ἐναποσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω μέσα σε, σε Πλούτ.