ἐπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβάλλω]], [[ορμώ]] [[ξαφνικά]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[ορμώ]] [[μέσα]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[βαραίνω]] («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς [[δαπάνη]]»).
|mltxt=[[ἐπεισπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβάλλω]], [[ορμώ]] [[ξαφνικά]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[ορμώ]] [[μέσα]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[βαραίνω]] («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς [[δαπάνη]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]], [[ορμώ]] πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[εισβάλλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για [[αστραπή]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπίπτω Medium diacritics: ἐπεισπίπτω Low diacritics: επεισπίπτω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epeispíptō Transliteration B: epeispiptō Transliteration C: epeispipto Beta Code: e)peispi/ptw

English (LSJ)

   A fall or burst in upon, c. dat., ναυστάθμοις E.Rh.448; ἐ. αὐτοῖς πίνουσι X.Cyr.7.5.27: also c. acc., ἐ. πόλιν E.HF34: abs., τὰ ἐπεσπίπτοντα Hp.Vict.1.10; burst in, S.OC915, E.Hec.1042, J.BJ6.9.4.    2 fall upon, βρονταὶ καὶ πρηστῆρές τινι ἐπεσπίπτουσι Hdt.7.42.    3 metaph., ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη Critias 6.14.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπίπτω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, εἰσπίπτω, εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, εἰσβάλλω, ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) πίπτω ἐπάνω τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεισπεσοῦμαι;
1 tomber l’un après l’autre ou à coups redoublés sur;
2 faire irruption dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσπίπτω.

Greek Monolingual

ἐπεισπίπτω (Α)
1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου
2. ορμώ μέσα
3. πέφτω πάνω σε κάτι
4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη»).

Greek Monotonic

ἐπεισπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
1. πέφτω, ορμώ πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., εισβάλλω, σε Σοφ.
2. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για αστραπή, σε Ηρόδ.